Σάββατο, Μαρτίου 18, 2006
«Παρά δήμον ονείρων...»
Όσο περνάνε τα χρόνια και ζω λιγότερο, ονειρεύομαι περισσότερο.
Προχθές έτρεχα. Έτρεχα γρήγορος, ανάλαφρος, σαν ζαρκάδι, χωρίς να σταματώ, χωρίς να λαχανιάζω. Ο κόσμος έφευγε στο πλάι μου – όπως τα τοπία στο παράθυρο του τραίνου. Κι εγώ έτρεχα και διέσχιζα κάμπους και δάση ακατάπαυστα.
Από παιδί έχω να τρέξω. Ήταν τόσο εξωπραγματικό, σαν να πέταγα.
Δε ονειρεύομαι γνωστούς ή συγγενείς. Υπάρχουν καμιά φορά σαν αυτονόητο φόντο. Αλλά σκηνοθετώ καταστάσεις. Με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια. Τα όνειρά μου είναι έγχρωμα, σινεμασκόπ, παναβίζιον, υψηλής ευκρίνειας. Τεχνολογικά άψογα.
Δεν αναπαριστώ γνωστά μέρη – δημιουργώ καινούργια. Πριν λίγες μέρες ένα ονειρικό σπίτι με μεγάλες βεράντες πάνω στην θάλασσα. Το κύμα έσκαγε στα υποστυλώματα. Τόσο σαφές στις αρχιτεκτονικές του λεπτομέρειες που θα μπορούσα να το σχεδιάσω και να το οικοδομήσω.
Και τα ταξίδια! Σε χώρες ανύπαρκτες... που τις συνθέτω από υπαρκτές.
Όπως οι πίνακες του Magritte, του Dali και του Max Ernst το φανταστικό στα όνειρά μου έχει τον ρεαλισμό του πραγματικού. Η λεπτομέρεια είναι απίθανα σαφής και ευκρινής. Τα μακρινά αντικείμενα είναι τόσο καθαρά όσο τα κοντινά. Προοπτική δεν υπάρχει.
Κάθε νύχτα ζω μιάν άλλη ζωή. Συχνά πιο πειστική από την καθημερινότητα. Για την οποία ισχύει αυτό που είχε γράψει ο Αριστοτέλης: ότι είναι συνεχής και συνεπής. Το πρωί ξαναβρίσκω τα ρούχα μου εκεί που τα άφησα το βράδυ. Αλλιώς αν το κριτήριο του πραγματικού ήταν η ζωντάνια, η ενάργεια, τα όνειρα θα κέρδιζαν κάθε στοίχημα.
Τότε ισχύει η περίφημη περιγραφή του Τσουάνγκ Τζου (Κίνα, 4ος αιώνας π. Χ.). Μεταφράζω: «Μία φορά και έναν καιρό, εγώ, ο Τσουάνγκ Τζου, ονειρεύτηκα πως ήμουν πεταλούδα, πετώντας εδώ κι εκεί, νιώθοντας εντελώς πεταλούδα. Είχα συνείδηση πεταλούδας και είχα εντελώς ξεχάσει την ανθρώπινη φύση μου. Ξαφνικά ξύπνησα και ήμουν πάλι εγώ. Τώρα όμως δεν ξέρω αν τότε ήμουν άνθρωπος που ονειρευόταν ότι είναι πεταλούδα, ή αν είμαι τώρα πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος».
Τα όνειρά μας είναι μία δεύτερη ζωή. Ίσως και πολλές παράλληλες ζωές. Μόνο που φεύγουν τόσο γρήγορα και μένουμε πάντα πίσω.
Πίνακες του René Magritte (1898-1967)
Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006
Κική Δημουλά
Γνώρισα την Κική Δημουλά στα τέλη της δεκαετίας του 70. Δειλά μου χάρισε την συλλογή της «Το λίγο του κόσμου». Την διάβασα και έμεινα έκθαμβος. Λίγο καιρό μετά, σε μία ραδιοφωνική συζήτηση, είπα μία φράση: «είναι η μεγαλύτερη ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ». Τότε προκάλεσε κύμα ενόχλησης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ομότεχνές της. Τώρα την βρίσκω στο πρόλογο της Αγγλικής μετάφρασης των ποιημάτων της από τον David Connoly, σαν περίληψη της σημασίας της.
Το 1989 έκανα μία ραδιοφωνική παρουσίαση της ποιητικής της, που, με προσθήκες, εκδόθηκε σε βιβλίο το 1991. Ήταν η πρώτη μελέτη για το έργο της. Μπορείτε να την βρείτε ΕΔΩ.
Με την Κική με δένει μία βαθιά φιλία. Όταν έφυγε ο Άθως, ο πολυαγαπημένος της, έκανα ότι μπορούσα για να την βγάλω από το σκοτάδι. Μέχρι και μία τρελή εκδρομή πήγαμε μαζί στην Πελοπόννησο. Η Κική ήταν ο μόνος άνθρωπος που με πίεζε να τρέχω περισσότερο με το αυτοκίνητο. Όταν κυκλοφόρησε το «Χαίρε Ποτέ» μου αφιέρωσε το αντίτυπο με τον αριθμό 3.
Βάζω εδώ δύο ανέκδοτες φωτογραφίες της και ένα ποίημα από το «Λίγο του κόσμου». Δεν είναι από τα διάσημα – όπως ο ‘Πληθυντικός Αριθμός’ και η ‘Φωτογραφία 1948’. Όμως είναι ένα από τα αγαπημένα μου.
Άφησα να μην ξέρω
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.
Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.
Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.
Το 1989 έκανα μία ραδιοφωνική παρουσίαση της ποιητικής της, που, με προσθήκες, εκδόθηκε σε βιβλίο το 1991. Ήταν η πρώτη μελέτη για το έργο της. Μπορείτε να την βρείτε ΕΔΩ.
Με την Κική με δένει μία βαθιά φιλία. Όταν έφυγε ο Άθως, ο πολυαγαπημένος της, έκανα ότι μπορούσα για να την βγάλω από το σκοτάδι. Μέχρι και μία τρελή εκδρομή πήγαμε μαζί στην Πελοπόννησο. Η Κική ήταν ο μόνος άνθρωπος που με πίεζε να τρέχω περισσότερο με το αυτοκίνητο. Όταν κυκλοφόρησε το «Χαίρε Ποτέ» μου αφιέρωσε το αντίτυπο με τον αριθμό 3.
Βάζω εδώ δύο ανέκδοτες φωτογραφίες της και ένα ποίημα από το «Λίγο του κόσμου». Δεν είναι από τα διάσημα – όπως ο ‘Πληθυντικός Αριθμός’ και η ‘Φωτογραφία 1948’. Όμως είναι ένα από τα αγαπημένα μου.
Άφησα να μην ξέρω
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.
Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.
Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.
Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2006
«Ανεπαίσχυντα τα τέλη».
Το θέμα της ευθανασίας το έχω αντιμετωπίσει αρκετές φορές στη ζωή μου – και τις περισσότερες έχω προχωρήσει στην εφαρμογή της.
Όχι, δεν έχω θανατώσει ανθρώπους, αλλά αγαπημένα ζώα συντροφιάς. Όπως θα ξέρετε, στα κτηνιατρεία είναι μία συνηθισμένη πρακτική. Οι ζωόφιλοι Άγγλοι λένε «to put an animal out of its misery».
Όμως, επειδή με τα ζώα έχω μία σχέση αγάπης και σεβασμού, κάθε φορά σκέπτομαι πόσο πιο αξιοπρεπές είναι ένα τέτοιο τέλος και πόσο θα ήθελα να με κοίμιζαν κι εμένα έτσι, μέσα σε μία αγαπημένη αγκαλιά, αντί να βασανίζομαι και να πονάω, χωρίς προοπτική.
Πραγματικά, η ευθανασία είναι θέμα αξιοπρέπειας. Και η αξιοπρέπεια είναι το πρώτο από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το άρθρο 1 της «Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου»: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα».
Η αξιοπρέπεια μπροστά στον θάνατο είναι και αυτή βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν στο όνομα της ιατρικής δεοντολογίας («ο γιατρός χορηγεί μόνο ζωή») ή του θρησκευτικού δόγματος («ου φονεύσεις») να αφήσουμε τον πάσχοντα να φτάσει στα όρια του πόνου, του εξευτελισμού και της εξαθλίωσης.
Το δικαίωμα του αξιοπρεπούς θανάτου (dignified death) ήδη έχει γίνει νόμος στις βαθύτατα θρησκευόμενες ΗΠΑ, στην πολιτεία του Oregon (Death with Dignity Act) εδώ και επτά χρόνια. Το ίδιο άλλωστε δικαίωμα προστατεύεται νομοθετικά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Δανία, Ελβετία και άλλες). Και οι δημοσκοπήσεις τελευταία δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών έχει μεταστραφεί, ακόμα και στις ΗΠΑ, και υποστηρίζει δυναμικά το δικαίωμα του αξιοπρεπούς θανάτου. Τέλη Μαρτίου του 2005, σε μία σφυγμομέτρηση του TIME magazine το 52% συμφωνούσε με τον νόμο του Oregon, έναντι 41% που διαφωνούσε.
Συχνά μου τίθεται το ερώτημα: θα κάνατε εσείς ευθανασία σε ένα δικό σας πρόσωπο; Άτομο που υπεραγαπάτε έχει βαρύ εγκεφαλικό και οι γιατροί δεν δίνουν ελπίδες, εσείς όμως δεν μπορείτε να φανταστείτε την ζωή σας χωρίς το άτομο αυτό. Τι κάνετε, τι σκέφτεστε, και κυρίως τι αισθάνεστε;
Φυσικά το δίλημμα είναι βαρύ – και θα έλεγα λογικά αξεδιάλυτο. Ωστόσο αν βασιζόμουν στην προσωπική μου ανάγκη (δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτόν τον άνθρωπο) τελικά θα αποφάσιζα εγωιστικά. Θα προσπαθούσα λοιπόν να σκεφθώ τι θα ήθελε ο ίδιος ο ασθενής. Θα σκεπτόμουν το δικό του δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Ειδικά αν αγαπώ πολύ ένα άτομο, θα ήθελα να το προστατεύσω από μία περιττή ταλαιπωρία και έναν αναίτιο εξευτελισμό.
Το καλύτερο παράδειγμα που θα είχα να δώσω γι αυτό το πρόβλημα είναι μία ταινία κινηματογράφου. Με τίτλο: Whose life is it anyway? γυρίστηκε το 1981 από τον σκηνοθέτη John Badham με πρωταγωνιστή τον Richard Dreyfuss. Βασίζεται σε ένα εξαίρετο θεατρικό έργο του Brian Clark. Νομίζω πως η ταινία αυτή θα μπορούσε να μας ξεκαθαρίσει καλύτερα την προβληματική από τρεις και τέσσερις εισηγήσεις.
Στο έργο ο πρωταγωνιστής, ένας ταλαντούχος και ευφυέστατος γλύπτης που έχει μείνει τετραπληγικός μετά από ένα ατύχημα, αγωνίζεται για το δικαίωμα του θνήσκειν. Δεν χρειάζεται να γίνει κάτι γι αυτό, απλά να σταματήσουν την αιμοδιάλυση (έχει χάσει και τα νεφρά του στο ατύχημα) και να τον αφήσουν να πεθάνει.
Το ισχυρό σημείο του έργου είναι ότι ο πρωταγωνιστής στην προσπάθειά του, με το θάρρος, την ανθρωπιά και την ευαισθησία του, γίνεται τόσο αγαπητός σε όλους τους γύρω του – φυσικά και τους θεατές – που παρακαλάς να μην τα καταφέρει. Όμως η ανάγκη της αξιοπρέπειας υπερισχύει.
Ανάλογα διλήμματα υπήρχαν και σε δύο πρόσφατες βραβευμένες με Όσκαρ ταινίες: το Million Dollar Baby (Clint Eastwood – Hillary Swank) και «Η Θάλασσα μέσα μας» (The sea inside - Alejandro Amenabar, Javier Bardem). Πράγμα που σημαίνει πως το πρόβλημα απασχολεί συνεχώς και επίμονα και τους δημιουργούς.
Όμως, η σύντροφός μου, που είναι γιατρός, έχει μία τελείως διαφορετική οπτική. Γι αυτήν, όπως και για τους περισσότερους συναδέλφους της, η ζωή είναι ιερή και πρέπει να διατηρείται όσο περισσότερο γίνεται. Η ιερότητα αυτή δεν πηγάζει από κάποια θρησκευτική ή άλλη πεποίθηση – όσο από το λειτούργημα που ασκεί, και τον όρκο του Ιπποκράτη που κάποτε ορκίστηκε.
Διαφωνώ μαζί της. Πιστεύω ότι, με γνώμονα το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και με κριτήρια επιστημονικά ως προς την κρισιμότητα και την μη αναστρεψιμότητα της κατάστασης, οι γιατροί, σαν υπεύθυνοι λειτουργοί της ζωής, θα πρέπει να λάβουν τις αποφάσεις. Επαναλαμβάνω και τονίζω την φράση ‘υπεύθυνοι λειτουργοί της ζωής’. Ο γιατρός όταν αποφασίζει τον θάνατο το κάνει όχι ως υπηρέτης του θανάτου – αλλά της ζωής. Υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπειά της ως το τέλος. Ακόμα και ο ψαλμός της εκκλησίας (που τόσο αντιμάχεται την ευθανασία) παίρνει εδώ ένα άλλο νόημα: «ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τα τέλη».
Θα κλείσω με μία φράση του Friedrich Nietzsche από το «Λυκόφως των Ειδώλων»: «Ηθική για τους γιατρούς: Ο άρρωστος είναι ένα παράσιτο της κοινωνίας. Όταν φτάσει σε μία ορισμένη κατάσταση είναι ανήθικο να ζει ακόμα. Το να συνεχίζεις σαν φυτό σε δειλή εξάρτηση από γιατρούς και τεχνάσματα, όταν το νόημα της ζωής – το δικαίωμα της ζωής – έχει πια χαθεί, θα έπρεπε να προκαλεί την βαθιά περιφρόνηση της κοινωνίας. Να πεθάνεις περήφανα όταν δεν είναι πια δυνατό να ζήσεις υπερήφανα. Ένα θάνατο που θα επιλέξεις ελεύθερα, ένα θάνατο στην σωστή στιγμή, με διαύγεια και χαρά, που πραγματοποιείται ανάμεσα σε παιδιά και σε μάρτυρες – έτσι που ο αποχαιρετισμός να είναι δυνατός όσο εκείνος που φεύγει είναι ακόμα παρών. Ουσιαστικά μία πραγματική αξιολόγηση του τι θέλησες και τι πέτυχες, ένα άθροισμα της ζωής».
Φωτογραφίες: επάνω άλλη μία άποψη από το αγαπημένο μου κοιμητήρι του Αγιου Γεωργίου στην Ερμούπολη. Μέση και κάτω: Αργολίδα, στην Αγία Τριάδα, σούρουπο.
Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006
Η άλλη μου ζωή
Το κεφάλαιο διαφήμιση καλύπτει 20 χρόνια από την ζωή μου - από το 1963 ως το 1983. Τα 18 από αυτά είχα δική μου διαφημιστική εταιρία – την ξεκίνησα το 1965 με δανεικά χρήματα. Τα προηγούμενα δύο χρόνια υπήρξα συνεργάτης άλλων διαφημιστικών γραφείων.
Η εταιρία πήγε καλά. Αλλά, όταν μετά από μερικά χρόνια, στα οποία με είχε απορροφήσει το στήσιμο της δουλειάς, θέλησα να συνεχίσω την συγγραφική μου σταδιοδρομία – αυτή την επιτυχία την βρήκα μπροστά μου. «Το βιβλίο του γνωστού διαφημιστή...» ήταν ο ηπιότερος τόνος υποδοχής. Όταν μάλιστα, το 1975, με την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» είχα το πρώτο μου μπεστ-σέλερ, έχασα κάθε ελπίδα να αναγνωριστώ ως πνευματικός άνθρωπος.
Δεν ένιωθα πολύ άνετα στο πετσί του διαφημιστή. Γι αυτό είχα δημιουργήσει ένα alter ego, τον Νικόδημο Ευφημιστή, που σχολίαζε από μέσα τα πράγματα. Μερικά κείμενά του θα βρείτε στις Επιστολές και τις Σάτιρες.
Για την διαφημιστική μου ζωή έχω γράψει πολλά στους «Δρόμους». Μερικά αποσπάσματα:
Όταν σκέπτομαι την διαφημιστική περίοδο της ζωής μου έχω ανάμικτα συναισθήματα. Από την μία πλευρά μου έδωσε την οικονομική ανεξαρτησία και μου επέτρεψε, αν όχι να κάνω τα πράγματα που θέλω, τουλάχιστον να μην κάνω τα πράγματα που δεν θέλω. Η ίδια η διαφήμιση σαν δημιουργικό παιχνίδι με γοήτευε. Επί πλέον ήταν και μία σκληρή άσκηση ύφους. Το να συμπυκνώσεις ένα μήνυμα σε δευτερόλεπτα, να επικοινωνήσεις και να πείσεις είναι μία πρόκληση για κάθε δημιουργό.
Όπως έλεγα στους υποψήφιους πελάτες, ήμουν πιο περήφανος για τις διαφημίσεις από τις οποίες δεν κέρδισα χρήματα – και ακόμα περισσότερο γι αυτές που τις πλήρωσα ο ίδιος. Εννοούσα τις «κοινωφελείς» διαφημίσεις της Δέλτα-Δέλτα – που δημιούργησαν παράδοση.
(Η πιο γνωστή είναι το σήμα «Δεν Ξεχνώ» για την Κύπρο). Όταν, το 1975 γιορτάσαμε την δεκαετία μας, βγάλαμε ένα βιβλίο 250 σελίδων («Διαφήμιση και Άνθρωπος») με κείμενα γνωστών πνευματικών ανθρώπων για την διαφήμιση – όχι αναγκαστικά υπέρ. Το μοιράσαμε δωρεάν. Λίγα χρόνια αργότερα φτιάξαμε την «Βιβλιοθήκη Δέλτα-Δέλτα» με βιβλία γύρω από την διαφήμιση. Έτσι πρωτογνώρισε η ελληνική αγορά κλασικά κείμενα όπως του Ogilvy και του Hopkins.
Για αρκετά χρόνια η ΔΔ ήταν κάτι σαν εκπρόσωπος της Ελληνικής Διαφήμισης. Παρενέβαινε εκεί που η ΕΔΕΕ δεν μπορούσε ή δεν τολμούσε. Όταν, το 1978, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποκαλέσει την διαφήμιση «μίασμα», την άλλη μέρα η ΔΔ του απάντησε με μεγάλες καταχωρήσεις: «Αν δεν υπήρχε το “μίασμα”…». Δύο χρόνια πριν είχε κάνει την καταχώρηση: «Αγαπητό κράτος, δεν επικοινωνείς!» επισημαίνοντας τα λάθη στην επικοινωνία κράτους-πολίτη. Θα μπορούσε θαυμάσια να ξαναδημοσιευθεί σήμερα. Τα Χριστούγεννα έβγαζε ειδικές καταχωρήσεις (ένας τίτλος: «Αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα έρθουν για όλους») όπου προέτρεπε σε πράξεις αγάπης. Έκανε εκστρατείες για την σωτηρία της Ακρόπολης από την ρύπανση και εναντίον της (μη εξαγοράσιμης) φυλάκισης των οδηγών.
Οι πρωτοχρονιάτικες κάρτες της ΔΔ ήταν άλλη μία μορφή παρέμβασης: το 73 αφορούσε το Πολυτεχνείο, το 74 την ειρήνη. Το 78 τολμήσαμε να ευχηθούμε «λιγότερη διαφημιστική ενόχληση…». Φτιάξαμε αυτοκόλλητες πινακίδες για την οδό Ευτυχίας. Η πρώτη εκστρατεία διαφήμισης της διαφήμισης, το 1969 έγινε επίσης από την ΔΔ που την πρόσφερε στην ΕΔΕΕ. Οι τέσσερις καταχωρίσεις είχαν τίτλους «Η διαφήμιση είναι μία οικονομική ανάγκη …μία επιστήμη …μία τέχνη …μία κοινωνική προσφορά». Ακόμα και πλάκα κάναμε: την Πρωταπριλιά του 1972 αναγγείλαμε με καταχώριση την άφιξη ενός ειδικού στην κατάστρωση ωροσκοπίων για επιχειρήσεις (καθηγητή Eberhart Grunzillpar – πήραμε αρκετά τηλεφωνήματα από εταιρίες…)
Όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν μας κόστιζαν μόνο χρόνο και νου – αλλά και χρήματα. Τις πληρώναμε από την τσέπη μας. Σε άλλες περιπτώσεις είχαμε πρωτοβουλίες κοινωφελείς, που τις υποστήριξαν πελάτες μας: Με τον καφέ Μπράβο ξαναβαφτίσαμε τον παραδοσιακό μας καφέ (« …εμείς τον λέμε Ελληνικό»). Με τον Γιώργο Λιβανό (πελάτη μας στα «Ιπτάμενα Δελφίνια») διαφημίσαμε την HELMEPA για καθαρές θάλασσες και με το βιοδιασπώμενο ROL κάναμε την πρώτη διαφήμιση οικολογικού προϊόντος.
Το 1971, επέτειο των 150 χρόνων της Επανάστασης του 21, πείσαμε την Esso-Pappas να χρηματοδοτήσει ένα δίσκο με αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Τα συνδετικά κείμενα έγραψε και διάβασε ο Ηλίας Βενέζης. Ο Μάνος Κατράκης ήταν ένας συγκλονιστικός Μακρυγιάννης, πάνω από την αντρίκια μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη. Μέσα στην Δικτατορία ο δίσκος έγινε ανάρπαστος.
Ποιοι ήταν οι πελάτες της ΔΔ; Στις αρχές της δεκαετίας του 80 ανάμεσά τους ήταν μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας (Τιτάν, Αλουμίνιο της Ελλάδος, Πετσετάκις) η πρώτη τράπεζα, ή Εθνική («η μεγάλη μας φίλη») και ακόμα: Interamerican, Prisunic-Μαρινόπουλος, Πίτσος, Bravo, Renault, BMW, Siemens, Loewenbrau, Blaupunkt, John Deere, Juvena, Ούζο 12, Fast, Minerva, Rilken, Klorane – και βέβαια πάντα η σειρά ROL, AVA, Forte, V82, Roli.
Μερικά σλόγκαν της εταιρίας κυκλοφορούν ακόμα σαν παροιμίες. Π. χ.: «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!».
Τελειώσαμε!
Κυριακή, Μαρτίου 12, 2006
Οριζόντιες σκέψεις
Την τελευταία εβδομάδα με ταλαιπωρούσε πολύ η μέση μου. Παρόλα αυτά μπορούσα (με κόπο και πόνο) να κινούμαι και να κάνω τις δουλειές μου. Σήμερα το πρωί ξύπνησα χωρίς πόνο. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση και σκέφθηκα διάφορους τρόπους να αξιοποιήσω την ημέρα.
Η χαρά μου κράτησε πολύ λίγο. Με το που σηκώθηκα, μάγκωσα – και αυτό ήταν. Τελικά είμαι χειρότερα. Στην παραμικρή κίνηση πονάω και αναγκαστικά πρέπει να μείνω στο κρεβάτι. Βέβαια η ιατρός και γυναίκα μου φρόντισε να μου δώσει όλα τα φάρμακα που θα με βοηθούσαν: αντιφλεγμονώδη, παυσίπονα, ακόμα και έμπλαστρο μου έβαλε. Προς το παρόν δεν είχαν αποτέλεσμα. Μόνη παρηγοριά το μικροσκοπικό μου sub-notebook που, με 1.400 γραμμάρια, δεν βαραίνει την κοιλιά μου και μου επιτρέπει να γράφω και να επικοινωνώ διαδικτυακά.
Οριζόντιος λοιπόν. Και ο νους πηγαίνει πίσω στις διάφορες αρρώστιες που με έριξαν στο κρεβάτι. Μερικές σοβαρές και άλλες σχεδόν ...ευχάριστες. Όπως τα κρυολογήματα και οι μικρό-ενοχλήσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Κοπάνα από το σχολείο, και πίεση στους γονείς να μου φέρνουν βιβλία και περιοδικά που καταβρόχθιζα. Μέχρι που έκανα και την κλασική μίνι-απάτη: τρίψιμο του θερμομέτρου. (Με τα ψηφιακά νομίζω πως δεν πιάνει – τώρα, που καταργούν τον υδράργυρο, οι πιτσιρικάδες και οι φυλακισμένοι θα έχουν πρόβλημα).
Αρρώστιες: μικρός αρρώσταινα συχνά (ή με αρρώσταιναν – η μητέρα μου μετέφερε την υποχονδρία της και σε μένα). Ποτέ βαριά όμως και έτσι μόνο τα βιβλία που διάβασα θυμάμαι. Ακόμα τα έχω – και ξέρω: αυτό το διάβασα μετά την επέμβαση των αμυγδαλών, εκείνο με πυρετό στις διακοπές, το άλλο το διέκοπτα συνεχώς (γαστρεντερίτιδα...).
Οριζόντιος. Γύρω μου, στο κρεβάτι, έχουν πάρει θέση όλες οι γάτες του σπιτιού, έτσι που η κάθε μία να ακουμπάει λίγο επάνω μου (χωρίς όμως να αγγίζουν η μία την άλλη). Με άλλα λόγια με έχουν χτίσει γύρω-γύρω και δεν ξέρω πως θα μπορέσω να σηκωθώ όταν χρειαστεί. Κάποια θα ξεβολέψω – όχι όπως ο προφήτης Μωάμεθ που, προκειμένου να ενοχλήσει την γάτα του, η οποία είχε αποκοιμηθεί επάνω στο φαρδύ καφτάνι του, πήρε ένα ψαλίδι και το έκοψε. (Ο μόνος λόγος που συμπαθώ τον Μωάμεθ).
Κρίμα – σήμερα είχα και μία πρόσκληση για μεσημβρινό γεύμα σε καλούς φίλους. Μία ευκαιρία να δω λίγο κόσμο. Δεν πειράζει. Θα γράφω στο blog και σε email, θα δω το Γκραν Πρι το μεσημέρι – κι όσο για βιβλία υπάρχει μία τόσο μεγάλη στοίβα με αδιάβαστα, που θα έπρεπε να κρατήσει η μέση μου πολλούς μήνες...
Ελπίζω πως όχι. Για μία μέρα καλό είναι το κρεβάτι, αλλά μετά ...αρρωσταίνεις.
Eπάνω είναι το Γκνάκι ανάμεσα στα πόδια μου (φωτογραφημένο τώρα με το κινητό). Στη μέση το Σατανάκι χωμένο μέσα στα ρούχα (μαγική εικών). Και κάτω το Τάκι με την φουντωτή ουρά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)