Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2006

Η επανάσταση του 20ου αιώνα



Όταν ήμουν παιδί διαβάζαμε στα ψιλά των εφημερίδων για «μεγάλο λιμό στην Αφρική» ή για «καταστρεπτικό σεισμό στην Περσία» κουνάγαμε το κεφάλι και σηκώναμε τους ώμους. Το πολύ μία αστραπή λύπης για τα θύματα και μετά η καθημερινότητα.

Κανείς δεν σκέφθηκε ποτέ να κάνει κάτι για αυτούς τους ανθρώπους. Ούτε τότε ούτε και παλιότερα.

Νομίζω πως το κορυφαίο επίτευγμα του 20ου αιώνα – και ορόσημο για την ηθική εξέλιξη της ανθρωπότητας (ίσως πιο σημαντικό κι από τον Χριστιανισμό) είναι η δημιουργία και η δράση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.

Ο Σωκράτης ζούσε σε έναν κόσμο γεμάτο δούλους – πουθενά δε φάνηκε αυτό να τον ενοχλεί. Ο Βούδας μίλησε για την συμπόνια και ο Χριστός για την αγάπη, οι περισσότεροι άνθρωποι συνέχισαν να είναι εξίσου απάνθρωποι όπως και πριν. Μάλιστα οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αντί να φέρουν ανθρωπιά, σκότωσαν, βασάνισαν και κατέστρεψαν ακόμα περισσότερο. Ο Χριστιανισμός συμβίωσε με την δουλεία για δυο χιλιετίες.


Όμως, στο δεύτερο μισό του 20 αιώνα, δημιουργήθηκαν πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις που προσφέρουν επείγουσα ιατρική φροντίδα, τρόφιμα, αρωγή και περίθαλψη, που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, συμπαρίστανται στους πολιτικούς κρατούμενους, κι αντιμάχονται την καταστροφή του περιβάλλοντος. Βρίσκονται στα πιο απρόσιτα σημεία της γης, βοηθάνε με κίνδυνο της ζωής των μελών τους, σπεύδουν με απίθανη ταχύτητα - πριν ακόμα ο υπόλοιπος κόσμος μάθει για το κακό, αυτοί είναι ήδη εκεί.

Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις της εποχής μας εφαρμόζουν στην πράξη πολλές ηθικές αρχές που, ως τότε, έθαλλαν μόνο στα βιβλία. Το «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν μπορείς να του απαλύνεις τον πόνο.

Μια βασική διαφορά από παλιότερες φιλανθρωπικές ή ιεραποστολικές πρωτοβουλίες είναι πως η βοήθεια δεν χορηγείται ούτε σαν ελεημοσύνη, ούτε σαν τρόπος προσηλυτισμού. Τα κίνητρα που την ωθούν δεν εδράζονται τόσο στο συναίσθημα – όχι πως δεν παίζει ρόλο και αυτό – όσο στον ορθό λόγο. Είναι απόρροια της θεωρίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που βασίζεται στον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού.
Σήμερα παρουσιάζεται (18:00, Fnac, The Mall) το βιβλίο του Οδυσσέα Βουδούρη «Μακριά και Δίπλα μας». Είναι ένα οδοιπορικό σε 20 χώρες (αρχίζει με Σαλβαδόρ το 1989 και τελειώνει με Αφγανιστάν το 2004) του χειρουργού και προέδρου των Ελλήνων «Γιατρών Χωρίς Σύνορα». Περιέχει φωτογραφίες (μερικές αβάσταχτα σκληρές) και ημερολογιακές σημειώσεις. Είναι αξιόλογο γιατί έχει δομηθεί με αυστηρά ντοκουμενταρίστικο τρόπο. Απλό, λιτό και άμεσο, δείχνει το τεράστιο μέγεθος των προβλημάτων και τις προσπάθειες για λύση.

Όποιος θέλει να είναι άνθρωπος, θα έπρεπε, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, να ρίχνει μία ματιά σε αυτό το βιβλίο. Ο ύπνος του δεν θα είναι μακάριος – αλλά ίσως κάποια στιγμή αποφασίσει να κάνει και αυτός κάτι.


Περισσότερα για το θέμα στο δοκίμιό μου "Το Νέο Διεθνές Ήθος" ΕΔΩ

Πέμπτη, Μαρτίου 09, 2006

Μία ζωή αγώνες

Κυκλοφορεί (και παρουσιάζεται σήμερα στον Τύπο) το βιβλίο του Γιώργου Λιβέρη «Η Ιστορία των Αγώνων Αυτοκινήτου στην Ελλάδα». Ο πρώτος τόμος, με 505 σελίδες μεγάλου σχήματος, φτάνει ως το 1973.

Για όποιον έχει έστω και ελάχιστα ενδιαφερθεί για το σπορ του αυτοκινήτου, είναι ένα βιβλίο ανεκτίμητης αξίας. Περιέχει έναν τεράστιο πλούτο πληροφοριών, φωτογραφιών, εξομολογήσεων, βιογραφικών στοιχείων και πινάκων. Ο Γιώργος Λιβέρης, από τους πρώτους συντάκτες αυτοκινήτου στην Ελλάδα, έχει κάνει μία υποδειγματική δουλειά. Ζωντάνεψε μία εποχή.

Μία εποχή όπου οι αγώνες αυτοκινήτου ήταν απίθανα αγνοί και πρωτόγονοι. Ήταν το μεράκι και το χόμπι μίας μικρής μειονότητας φανατικών που ξόδευε χρόνο και χρήματα για να κάνει το κέφι της. Τηλεόραση τότε δεν υπήρχε, δημοσιότητα ανύπαρκτη, χορηγοί άγνωστοι – ακόμα και τα ειδικά περιοδικά μόλις άρχιζαν να αναδύονται.

Το πόσο περιθωριακοί ήταν τότε οι οδηγοί αγώνων, καταδεικνύεται από ένα συγκλονιστικό στοιχείο: σχεδόν κανένας δεν τολμούσε να «εκτεθεί» με το πραγματικό του όνομα. Όλοι έτρεχαν με ψευδώνυμα. Το βιβλίο κλείνει με ένα κατάλογο 500 ψευδωνύμων – που ίσως ήταν περισσότερα από τους αγωνιζόμενους. (Μερικοί είχαν δύο και τρία). Ήταν η εποχή που καθιέρωσε τον Ιαβέρη, τον Σιρόκο, τον Αστερίξ, τον ΕΙΠΩΡΧ, τον Μέλα και τον Μαύρο.

Μόνο στην αρχή, πριν το 1960, όταν το αυτοκίνητο ήταν ακόμα gentleman’s sport, οι κύριοι της υψηλής κοινωνίας έτρεχαν με το όνομά τους: Αντώνης Σταθάτος, Νίκος Παπαμιχαήλ, Τζώνης Πεζμαζόγλου. Μετά, όταν έγιναν «οι τρελοί που τρέχουν στα ράλι», κρύφτηκαν πίσω από ψευδώνυμα. Ύστερα από το 80 άρχισε να φθίνει αυτή η συνήθεια – σημάδι πως το σπορ έγινε κοινωνικά αποδεκτό.

Το ψώνιο του αυτοκινήτου το είχα από παιδί. Μπόρεσα να ζήσω τις ηρωικές του εποχές χάρη στα αυτοκίνητα συγγενών και γνωστών (δικό μας δεν είχαμε) και αργότερα φίλων στην Γερμανία. (Αχ, εκείνη η βόλτα με την Porsche 356 Speedster του Bodo!). Δικό μου αγόρασα το 1965.

Για το σπορ – αλλά και για τη ζωή μου – μοιραία ήταν η συνάντησή μου, το 1964, με τον Αλέξανδρο Μανιατόπουλο. Από τότε, με ελάχιστα διαλείμματα, είμαστε φίλοι, συνεργάτες και (σε ορισμένες παλιότερες εποχές) συνεταίροι.

Ο Μανιατόπουλος είναι η ζωντανή ιστορία του αυτοκίνητου αθλήματος στην Ελλάδα. Έχει το παγκόσμιο ρεκόρ συμμετοχής σε αγώνα του διεθνούς πρωταθλήματος ράλι – 38 φορές στο «Ακρόπολις». Έχει κερδίσει πολλές φορές όλα τα ελληνικά πρωταθλήματα: ράλι, ταχύτητας και αναβάσεων. Και παρόλο που επισήμως έχει αποσυρθεί – δεν αντέχει και κάθε χρόνο ξανακατεβαίνει στο «Ακρόπολις». Κι ας είναι τώρα και ο οργανωτής του (πρόεδρος της ΕΘΕΑ – Εθνική Επιτροπή Αγώνων της ΕΛΠΑ).

Παρακολουθώντας την σαραντάχρονη πορεία του στο άθλημα (με τα ψευδώνυμα «Άλεξ», «Υψηλάντης» και «Λεωνίδας») γνώρισα από μέσα όλο το σκηνικό και το παρασκήνιο των αγώνων αυτοκινήτου στην Ελλάδα. Τόσο που μερικές φορές ένιωθα σαν να αγωνίζομαι εγώ.

Έζησα το αυτοκίνητο από κάθε πλευρά: οδηγός, θεατής, υποστηρικτής, διαφημιστής, επιχειρηματίας, και σχολιαστής (11 χρόνια στους «4Τροχούς» και 2 στο «CAR»). Κυρίως χάρη στο σύνδεσμό μου με τον Α. Μ . η σχέση μου ήταν πιο ουσιαστική και πλήρης.

Πολλοί τον γνωρίζουν σαν επιτυχημένο επιχειρηματία – εγώ όμως περισσότερο σαν φίλο, αγωνιζόμενο και αγωνιστή. Πριν ένα χρόνο μου αφιέρωσε την παρακάτω φωτογραφία – κι εγώ τώρα του αφιερώνω αυτό το post.



Στο εξώφυλλο του βιβλίου η Jaguar XK120 του Γιάννη Παπαμιχαήλ που κέρδισε το πρώτο Ράλι Ακρόπολις, το 1953. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία ο Α. Μ. με τον Τούρκο πρωταθλητή Αλή Σιπαχί στο Β. Βαλκανικό Ράλι (1966).

Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2006

Luna Park



Σήμερα δεν έχω κέφι να γράψω κείμενο ούτε να ανοίξω κανένα βαρύγδουπο θέμα. Σας καλώ όλους για μία βόλτα στον μαγικό κόσμο του Λούνα Παρκ.



Δεν ξέρω αν εξακολουθείτε να πηγαίνετε και μεγάλοι (ίσως συνοδεύοντας τα παιδιά σας).



Εγώ παιδιά δεν έχω (για δικαιολογία) όμως σύχναζα σε Λούνα Παρκ ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία. Η ατμόσφαιρα με γοητεύει.

Και τα παιχνίδια φυσικά. Ποτέ δεν τα σταμάτησα.

Γράψτε τις εμπειρίες σας. (Μόνο μη μου πείτε για τσίρκο - δεν ανέχομαι να βασανίζονται τα ζώα).





Οι φωτογραφίες έχουν βγει το 1984 σε δύο Λούνα Παρκ της εποχής που δεν υπάρχουν πια (τουλάχιστον σε αυτή την μορφή). Μαζί με πολλές άλλες αποτέλεσαν το υλικό μίας μεγάλες έκθεσης. Ίσως κάποτε τις εκδόσω σε βιβλίο.

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Περί ανθελλήνων, αντι-γερμανών, κλπ.

Γράφοντας για το καρναβάλι στο Μόναχο και για την ζωή στην Γερμανία, είχα μιλήσει θετικά για την καθημερινότητα των Γερμανών. («Είναι καλύτερη από τη δική μας... Απουσιάζουν η επιθετικότητα, η αγένεια, η υστερία, η γραφειοκρατία και η κακή οργάνωση - που κάνουν την ζωή μας σκέτη ταλαιπωρία...»).

Από τον Viennezo πήρα μία αρνητική απάντηση. Δεν συμμεριζόταν την άποψή μου ούτε για το καρναβάλι, ούτε για την ζωή στην Γερμανία. Και μου έγραφε: «Σε τέτοια ζητήματα είμαι με το μέρος του Heleno Saña, ενός Ισπανού που (λόγω γάμου με μια Γερμανίδα) ζει στη Γερμανία από το 1959 και ο οποίος έχει γράψει θαυμάσια βιβλία τα οποία κατά τα άλλα μου θυμίζουν έντονα τον δικό σας τρόπο σκέψης και γραφής».

Μου παρέθεσε αποσπάσματα από βιβλία του Saña τα οποία μου φάνηκαν ρατσιστικά, φανατικά και δογματικά. Το είπα και η απάντηση ήταν ότι κι εγώ έχω κάνει παρόμοια κριτική στους Έλληνες.

Το πράγμα χρειαζόταν ψάξιμο. Εντωμεταξύ ο Viennezos είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα εκτενές άρθρο του Saña. Βρήκα κι εγώ μερικά κείμενά του (τον αγνοούσα εντελώς). Και μπόρεσα να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα.

Νομίζω πως το πρώτο από αυτά είναι η αγάπη. Ο Saña τιτλοφορεί το άρθρο του: «Δεν μπορώ να αγαπήσω αυτή τη χώρα». Και μέσα στο άρθρο του προχωρεί ακόμα περισσότερο: «Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει αυτή τη χώρα». (Κανείς;).

Για μένα κριτική σε μια χώρα ή σε ένα λαό μπορεί να κάνει μόνο όποιος έχει διεισδύσει μέσα στην ψυχή, την νοοτροπία, την ζωή του – και για να το κάνεις αυτό πρέπει να τον πονέσεις – αν όχι να τον αγαπήσεις. Η κριτική που έκανα εγώ στα βιβλία μου ξεκινάει από την μέριμνα, την φροντίδα και την αγάπη. Το ίδιο με την κριτική που έκανε ο Heine στους Γερμανούς («Όταν σκέπτομαι την Γερμανία την νύχτα, χάνω τον ύπνο μου»).

«Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» τελειώνει με την φράση: «Τίποτα πάνω από αυτή τη γη δεν αγάπησα». Και στην «Απολογία ενός Ανθέλληνα» γράφω: «Το αν αγαπάω την Ελλάδα δεν θα το πω εδώ, τώρα - το γράφω (και το απεικονίζω στις φωτογραφίες μου) εδώ και σαράντα χρόνια. (Και μάρτυς μου "Το Φως των Ελλήνων"). Αγάπη όμως για μένα δεν είναι η άκριτη δοξολόγηση, η προσήλωση σε μύθους και οράματα, η εθνοκαπηλία και πατριδοκαπηλία. "Όποιος αγαπάει παιδεύει" λέει σωστά ο λαός μας - και η σωστή αγάπη φαίνεται με το πόσο μας καίνε τα στραβά και τα ανάποδα του τόπου μας».

Γιατί η κριτική σε έναν ολόκληρο λαό είναι δύσκολη και ευαίσθητη υπόθεση. Κατ’ αρχήν κινδυνεύει να περιπέσει στο αδίκημα του ρατσισμού – αν επιτίθεσαι στην φυλή και όχι σε συμπεριφορές (λάθος που κάνει ο Ισπανός). Έπειτα γιατί όλες οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες και παραπλανητικές. Και τρίτον γιατί πρέπει να εστιάζει στα προβλήματα που οδηγούν στις συμπεριφορές (π. χ. εμένα μονίμως με απασχολούσε η ελληνική ταυτότητα) και όχι να καταδικάζει χωρίς να αναλύσει.

Ο Saña δεν επιχειρεί καν να καταλάβει την Γερμανία. Απλώς την απορρίπτει – ολοκληρωτικά. Στέκεται απόμακρα, νοσταλγεί την χώρα του (όπου όλοι είναι ωραίοι, ευφυείς και ευγενείς) και αποκαλεί την Γερμανία «επιτομή του μη-είναι» (Inbegriff des Nicht-Seins) και του θανάτου. Είναι κακόφημη, νεκρή, οι άνθρωποι είναι αγενείς και χωρίς τακτ, η κουλτούρα της είναι «χάρτινη» και δεν αγγίζει τον άνθρωπο... Με άλλα λόγια δεν βρίσκει τίποτα θετικό σε έναν ολόκληρο λαό, σε μία ιστορία αιώνων, σε ένα πολιτισμό που έδωσε τόσους μεγάλους στοχαστές, μουσικούς, ποιητές... Με ...μετριοφροσύνη λέει πως έγραψε γι αυτή την χώρα τρία «επικριτικά έως εξολοθρευτικά (vernichtend) βιβλία» και απορεί γιατί ενόχλησαν τους Γερμανούς.

(Σκεφθείτε να ερχόταν ένας Γερμανός στην Ελλάδα και να μας έβριζε πατόκορφα...).

Ελπίζω να έγινε κατανοητό και από τον φίλο Viennezo ότι δεν έχω καμία σχέση με τον κύριο Saña. Σίγουρα μερικά από αυτά που γράφει είναι σωστά (καμία χώρα δεν είναι παράδεισος). Αλλά χάνει το δίκιο του όταν γίνεται απόλυτος και δογματικός. Τελικά πάσχει από αυτό για το οποίο κατηγορεί τους Γερμανούς. Του λείπει εντελώς η ανθρωπιά, η κατανόηση και η αγάπη.

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2006

Ο Μαύρος Αετός



Υπάρχουν πολλοί τρόποι, να επικοινωνείς με τον Θεό. Ένας από αυτούς είναι ο χαρταετός.

Την ώρα που έχει σηκωθεί ψηλά – πολύ ψηλά, σημαδάκι στο άπειρο, έχεις την αίσθηση πως τα τραβήγματα και τα τεντώματα στο σκοινί που κρατάς, είναι σημάδια από το Επέκεινα.

Σαν να 'σουνα δεμένος με τον άλλο κόσμο, τον πέρα από εμάς. Με μια λεπτή κλωστή, αόρατη, που σε συνδέει με το άγνωστο. Που σου στέλνει, μηνύματα και θείες νύξεις.

Κι αυτή η λαχτάρα ν' ανέβεις πιο ψηλά! Κάποια στιγμή γίνεται ύβρις. Ξεπερνάς τα όριά σου, ο αετός δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της καλούμπας και πέφτει.

Χιλιάδες τα κουφάρια και οι σκελετοί - σε σύρματα, σε δέντρα, σε κεραίες τηλεοράσεως. Τεκμήρια προσπαθειών που σχεδόν ποτέ δεν έχουν αίσιο τέλος.

Πόσοι αετοί επιζούν για να γιορτάσουν άλλη μια Καθαρή Δευτέρα; Σίγουρα, πολλοί είναι θύματα της ατζαμοσύνης των νεότερων (που η παλιά τέχνη: ώρες να στρώσεις τα ζύγια!). Άλλά οι περισσότεροι είναι θύματα της φιλοδοξίας.

Πιο ψηλά – ακόμα πιο ψηλά !

Ανάγκη να βρεθούνε πιο κοντά στο Θεό, πιο μακριά από τον εαυτό τους, πιο ψηλά από τους άλλους;

Η μέθη του Διαστήματος, που παρασύρει και απογειώνει τον χειριστή μαζί με το χαρταετό;

Το τέλος είναι δεδομένο. Ίσως είναι και η πρώτη τραγική εμπειρία για κάθε παιδί. Ο μύθος του Ίκαρου παρασταίνεται χιλιάδες φορές κάθε Καθαρή Δευτέρα. Και το θύμα είναι η πρώτη αγάπη ενός παιδιού, που χάνεται επειδή αποτολμά το αδύνατο. Διδαχή τραγωδίας.

Όμως, εκτός από το τραγικό, υπάρχει και το δραματικό στοιχείο. Όχι μόνο αγώνας με τα ανθρώπινα όρια - αλλά και αγώνας με τους ανθρώπους. Ανταγωνισμός μέχρι θανάτου.

Παιδιά, στολίζαμε με ξυραφάκια τις ουρές των αετών. Για να κόβουμε τις καλούμπες (ή και τις ουρές) των άλλων. Και οι πιο επικίνδυνοι αετοί- επειδή ήταν ιδιαίτερα ευέλικτοι και γρήγοροι- ήταν τα "σμυρνάκια". Ιδεώδη για ξυράφια, αλλά δύσκολα στην κατασκευή και στο πέταγμα.

Τώρα έχουν εξαφανιστεί από τους ουρανούς. Είχαν σχήμα αντίστροφης σταγόνας. Ο σκελετός τους φτιαχνόταν από ένα καλάμι λυγισμένο, με ένα πηχάκι οριζόντιο για κόντρα. Ήταν όμορφα, κομψά, όχι σαν τις σημερινές ιπτάμενες τηγανίτες.

Θυμάμαι ένα σμυρνάκι μαύρο, κατάμαυρο. Στη μαύρη ουρά λάμπανε κι αστράφτανε οι λεπίδες. Δεν μάθαμε ποτέ ποιος το σήκωνε. Ξαφνικά εμφανιζότανε ανάμεσα στους αετούς της γειτονιάς και σκορπούσε όλεθρο. Όμορφο σαν άγγελος θανάτου, κομψό κι αγέρωχο, σειόταν, λυγιζόταν, πλησίαζε. Έκανε μετά την υπολογισμένη βουτιά του - κι άλλος ένας χαρταετός έπεφτε ακυβέρνητος στο κενό. Παιδιά κλαίγανε, μπαμπάδες ψάχνανε για τον ένοχο.

Όμως αυτός άλλαζε στέκι μέσα στα χαμηλά -μονόπατα και δίπατα- σπίτια και ποτέ δεν τον βρήκαμε.

Δεν πειράζει. Πήραμε άλλο ένα δίδαγμα: πόσο οδυνηρό, ανεξήγητο και περίεργα όμορφο είναι το Κακό.

Ενα κείμενο του 1983 και μία φωτό αετού από το Διαδίκτυο - δεν είναι σμυρνάκι αλλά δείχνει την ψυχή του. Καλά Κούλουμα!