Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2006

Αγωνίζεται μόνος.


Ανάμεσα στους γάτους που ζούνε στον κήπο, στα Κιούρκα, ο πιο συμπαθής και ο πιο αντιπαθής ήταν ο Τσιρίδας. Το αντιπαθής το καταλαβαίνετε από το όνομά του. Ζητούσε το φαγητό του με διαπεραστικές και επαναλαμβανόμενες κραυγές. Το συμπαθής προκύπτει γιατί ήταν ο πιο χαδιάρης και ο πιο φιλικός. Πρώτος από την γενιά του εξημερώθηκε και ήρθε να τριφτεί στα πόδια μας.

Εδώ και τρεις ημέρες ο Τσιρίδας αγωνίζεται να επιζήσει. Πρέπει να έφαγε κάποιο δόλωμα με ποντικοφάρμακο. Όταν τον βρήκα προχθές είχε βάψει κόκκινη όλη την μάντρα από την εσωτερική αιμορραγία.

Από τότε παίζει ένα περίεργο κρυφτό με εμένα και με τον θάνατο. Σέρνεται (δεν στέκεται στα πόδια του) μέχρι το σπίτι. Τον βλέπω και ετοιμάζω το καλάθι να τον πάω στον γιατρό (είτε να τον θεραπεύσει, είτε να τον κοιμίσει). Ετοιμάζω γάλα και νερό. Μόλις βγω έχει εξαφανιστεί.

Τρεις μέρες τώρα τον βρίσκω και τον χάνω αμέσως. Εν τω μεταξύ αφήνει πίσω του λίμνες ξεραμένο αίμα. Σήμερα όταν έφτασα στο σπίτι ήταν χυμένος στον εξωτερικό διάδρομο και βογκούσε. Έτρεξα να πάρω τουλάχιστον νερό και γάλα (ο κτηνίατρος σήμερα απουσιάζει). Βγήκα σε δύο λεπτά – ήταν άφαντος.

Το ότι ζει ακόμα μου δίνει ελπίδες. Αλλά είναι σαν να το έχει βάλει στοίχημα να παλέψει μόνος του. Εν τω μεταξύ έχω τόσο ταυτιστεί μαζί του, που ακύρωσα τα πάντα για να του συμπαρίσταμαι, τουλάχιστον νοητικά. Δεν έχω και κέφι να κάνω οτιδήποτε όταν τον νιώθω να χαροπαλεύει.

Κουράγιο Τσιρίδα!


Στην φωτογραφία (την έχω ξαναβάλει παλιότερα) είναι ο δεύτερος από αριστερά, στο κέντρο, με τα διάφανα μάτια.

Blogger Blues



Κάποτε τα ημερολόγια ήταν εντελώς προσωπικά και απόρρητα. Τα έκρυβαν ρομαντικές δεσποινίδες κάτω από το μαξιλάρι τους, ή τα κρατούσαν ανώτεροι υπάλληλοι, τριπλοκλειδωμένα σε χρηματοκιβώτια.

Βέβαια τα ημερολόγια των συγγραφέων ήταν άλλο πράγμα. Μπορεί να έμοιαζαν προσωπικά, αλλά σίγουρα στο βάθος του μυαλού τους υπήρχε η προοπτική κάποιας δημοσίευσης. Ο συγγραφέας, όταν γράφει, έχει πάντα στο νου του αναγνώστες.

Και πραγματικά πολλά από αυτά τα «προσωπικά και απόρρητα» ημερολόγια δημοσιεύθηκαν κάποτε. Άλλοτε με τον συγγραφέα εν ζωή (όπως του Gide) άλλοτε μετά τον θάνατό του (Thomas Mann). Πότε με την θέλησή του (Pepys) πότε χωρίς (Kafka).

Αλλά σε κάθε περίπτωση, όσο γράφονταν, ήταν προσωπικά και απόρρητα. Δεν έβγαιναν οι συγγραφείς τους, κάθε μέρα, να διαβάσουν το νέο απόσπασμα στο κοινό...

Να όμως που ήρθαν τα δικτυακά ημερολόγια και δημιούργησαν το αντιφατικό και το παράδοξο: Το πιο κρυφό είδος, να γίνεται δημόσιο. Έτσι αλλοιώθηκε ο χαρακτήρας του. Αντί να περιέχει μόνο σκέψεις, αισθήματα, βιώματα του γράφοντος – έγινε και λίγο εφημερίδα, λίγο περιοδικό (ποικίλης ύλης), λίγο show.

Στα τριάντα εκατομμύρια blogs που κυκλοφορούν σήμερα στο Διαδίκτυο – ούτε δύο δεν είναι ίδια. Καλό και κακό. Είπαμε το Internet δεν είναι μαζικό μέσο. Είναι και αμφίδρομο. Καλύτερη απόδειξη από τα blogs δεν υπάρχει.

Ο κίνδυνος έρχεται όταν το blog έχει επιτυχία. Διότι εκεί παραμονεύει η AGB. Αρχίζεις και μετράς τους επισκέπτες, τα σχόλια, και μόλις πέσουν σε πιάνει άγχος – λες και είσαι ο Χατζηνικολάου με τις ειδήσεις. Γιατί έπεσαν τα νούμερα; Τι να κάνω να ξανανέβουν;

Χάθηκες αν σε καβαλήσει αυτός ο δαίμονας.

Όχι μόνο πάει περίπατο η έννοια του ημερολογίου, το εξομολογητικό, το προσωπικό, το ανθρώπινο – αλλά ψευτίζει όλη η προσπάθεια. Δεν γράφεις για σένα – γράφεις για το κοινό, την γαλαρία. Κυρίως γράφεις για τα νούμερα. Ανοίγεις το πρωί τον υπολογιστή με τη σκέψη: «τι πιάσαμε σήμερα;».

Αρνούμαι να υποταχθώ σε αυτή τη λογική. Γι αυτό και σήμερα έγραψα ένα κείμενο καθόλου «πιασάδικο», που δεν θα φέρει νούμερα. Έτσι έκανα ως τώρα και έτσι θα συνεχίσω. Εγώ θα γράφω τα δικά μου, κι όποιος θέλει ας με διαβάζει. Καμιά φορά οι δέκα είναι σημαντικότεροι από τους χίλιους.

Έχω ζήσει μερικές φορές στην ζωή μου το «γκραν σουξέ», που λεει κι ο Σαββόπουλος. Σας πληροφορώ ότι είναι κούφιο. Πρόκειται συνήθως για παρεξήγηση. Και συχνά αφήνει μία άσκημη γεύση.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2006

Να κλείσει η Vodafone;



Ανάκληση της άδειας της Vodafone ζητούν μερικά από τα θύματα των παρακολουθήσεων. (Οι ειδήσεις).

Η ανάκριση βέβαια δεν έχει τελειώσει αλλά νομίζω πως κανείς δεν περιμένει συνταρακτικές αποκαλύψεις. Ωστόσο ίσως είναι καιρός να θέσουμε μερικά ερωτήματα που μάλλον δεν επηρεάζονται από το τυχόν πόρισμα της ανάκρισης.

1. Η Vodafone είναι θύτης η θύμα; Τι είχε να κερδίσει η εταιρία από μία τέτοια δουλειά και τι είχε να χάσει;

2. Αν υπάρχει ευθύνη στην Vodafone – αυτή που πρέπει να αποδοθεί; Στον Διευθύνοντα Σύμβουλο; Στον αρμόδιο για το απόρρητο και την ασφάλεια των επικοινωνιών; Σε ολόκληρη την εταιρία;

3. Μου γράφει ένα αναγνώστης: «Είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο μ.........ς ώστε να ζητούν αναστολή αδείας της Vodafone, λόγω υποκλοπών; Είναι άλλο πράγμα ο Κορωνιάς και οι ευθύνες του – Διευθύνων Σύμβουλος – και άλλο οι εργαζόμενοι. Με την ίδια λογική ο ΟΤΕ με Τόμπρα, Μαυρίκη, κλπ. πόσες φορές θα έπρεπε να είχε κλείσει;».

4. Δηλαδή είναι λογικό να χάσουν την δουλειά τους 10.000 εργαζόμενοι (στην Vodafone και περί αυτήν) λόγω υποκλοπών που έκαναν άλλοι για άλλους;

5. Τι ευθύνη έχουν οι Ανεξάρτητες Αρχές για την ασφάλεια των επικοινωνιών, για το απόρρητο, για τα προσωπικά δεδομένα κλπ., κλπ. Ωραία, μία ιδιωτική εταιρία εγκλημάτησε ή αμέλησε. Ποιος την ελέγχει;

6. Τι ευθύνη έχει η κυβέρνηση που δεν στελέχωσε και δεν ενίσχυσε τις Ανεξάρτητες Αρχές;

7. Τι ευθύνη έχει η Δικαιοσύνη που επί 10 μήνες καθόταν επάνω στο θέμα και δεν έκανε τίποτα.

8. Ο «ξένος δάκτυλος». Οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν πως οι υποκλοπές έγιναν για λογαριασμό ξένων. Εύλογο. Πόσο όμως υπεύθυνοι είναι αυτοί οι ξένοι για τα μετέπειτα – αδράνεια δικαιοσύνης, αρχών, κυβέρνησης, κλπ.

9. Νομίζετε πως μόνο η Vodafone έκανε παρακολουθήσεις; Η μήπως, λόγω αυστηρών προδιαγραφών που έχουν συνήθως οι πολυεθνικές, ήταν η μόνη που το ομολόγησε;

10. Πόσο κινδυνεύει ο μέσος πολίτης από παρόμοιες υποκλοπές; Μπορεί ο ιδιωτικός ντετέκτιβ να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο λογισμικό για να παρακολουθήσει τον/την σύζυγο;

Αυτή τη φορά δεν γράφω για ωραία ταξίδια και politically correct ανώδυνα θέματα. Σας θέτω ένα «καυτό» ζήτημα (όπως λεει και το δημοσιογραφικό κλισέ) και μένω στις ερωτήσεις. Οι απαντήσεις θα βγούνε στον διάλογο και τα σχόλια.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2006

Η Πόλη που αγαπώ



Θέλω να σας μιλήσω για τις πόλεις της ζωής μου. Έχω μία ιδιαίτερη σχέση με κάθε μία: άλλες τις αγαπώ επειδή είναι όμορφες κι άλλες επειδή είναι αυτές που είναι. Η Γενεύη με ηρεμεί – είναι σαν τεράστιο Λεξοτανίλ. Το Παρίσι με ερεθίζει οπτικά και ζωγραφικά, το Λονδίνο με παρασύρει σε λογοτεχνικές περιπέτειες, η Βαρκελώνη με γεμίζει φρέσκο θαλασσινό αέρα και την αναρχία του POUM. Το Μόναχο είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Νιώθω σαν να μην έφυγα ποτέ – σαν να ονειρεύτηκα τις απουσίες μου. Λάτρευα την Πράγα πριν την βατέψουν οι τουρίστες. Η Ιερουσαλήμ είναι μία συνεχής περιπέτεια – σαν λαβύρινθος η παλιά πόλη ανάμεσα σε θρησκείες και μαγαζιά (που συχνά δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους...).

Οι μικρές πόλεις είναι ένα ποίημα. Tο Aix στην Προβηγκία – α, να πίνεις καφέ στο Cours Mirabeau! Η Νέα Υόρκη είναι μία χωριστή χώρα, ίσως μία μικρή ήπειρος που απλώς προσκολλήθηκε στις ΗΠΑ. Η πιο πολυεθνική πόλη της γης.

Και η Αθήνα; Την ανέχομαι μόνο τον Αύγουστο που αδειάζει. Τα βράδια μου θυμίζει την πόλη που ήξερα.

Αλλά για μένα η πόλη των πόλεων είναι η Πόλη. Η Βασιλεύουσα, όνομα και πράγμα. Δεν είναι μόνο η καταπληκτική τοπογραφία με τους λόφους και τις θάλασσες. Δεν είναι μόνο τα μνημεία: ρωμαϊκά, βυζαντινά, οσμανλίδικα. Ούτε η ιστορία και οι μνήμες. Είναι κάτι πάνω και πέρα από αυτά: η ατμόσφαιρα.

Η Πόλη είναι η πρωτεύουσα των αισθήσεων. Αν πάτε για πρώτη φορά, αφήστε τα μνημεία (θα τα δείτε και αυτά) και πηγαίνετε πρώτα στο Μισρ Τσαρσί – την αγορά των μπαχαρικών. Εκεί ανοίγουν οι πύλες του μυστικιστικού αισθησιασμού.

Φυσικά στην Πόλη θα φάτε καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στην γη. (Σας χαρίζω όλα τα Παρισινά εστιατόρια των 3ων αστέρων και σκούφων). Θα βρείτε τα πρότυπα φαγητών που τρώγατε σε όλη σας την ζωή και θα απορήσετε: Μα μπορεί να είναι έτσι η μελιτζανοσαλάτα; Ο μουσακάς; Το κανταΐφι;

Κι έπειτα είναι οι άνθρωποι. Ζεστοί, καλόκαρδοι, πρόθυμοι, όπως ήταν οι Έλληνες που γνώρισα στα πρώτα μου εσωτερικά ταξίδια, πριν πενήντα και σαράντα χρόνια.
Τη φιλοξενία και την ζεστασιά που εισέπραξα από άγνωστους και ανώνυμους (ιδιαίτερα όταν μάθαιναν ότι είμαι Γιουνάν) δεν την έχω ζήσει αλλού.
Με αποκορύφωμα εκείνον τον αστυνομικό στην παλιά Πόλη, που όχι μόνο δεν με έγραψε (παρκαρισμένος εγώ, κάτω από απαγορευτικό) αλλά, άμα είδε τις ελληνικές πινακίδες, έστειλε και ειδοποίησε τον κάτοχο του μπροστινού μου αυτοκινήτου να το πάρει, για να παρκάρω πιο άνετα…

Η Πόλη είναι μία συνολική εμπειρία. Των αισθήσεων, της γνώσης, του νου. Όσο την επισκέπτομαι, τόσο περισσότερο με κερδίζει.


Οι φωτογραφίες είναι του 1992 - είχα να διαλέξω ανάμεσα σε εκατοντάδες. Επάνω η Αγία Σοφιά και το Μπλε Τζαμί (Σουλτάν Αχμέτ) από μακριά στο σούρουπο. Κάτω η αυλή του Σουλεϊμανιέ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2006

Τεχνοφοβίας το ανάγνωσμα



Ότι οι Έλληνες είναι τεχνόφοβοι (ή τεχνοφόβοι – η τεχνοφοβικοί) είναι ένα διαπιστωμένο γεγονός. Από έρευνες, από στατιστικές, από την καθημερινή μας εμπειρία. Το ερώτημα είναι:

Α) Γιατί είναι τεχνόφοβοι;

Β) Γιατί είναι επιλεκτικά τεχνόφοβοι; Π. χ. γιατί δεν φοβούνται τα κινητά, ή τα αυτοκίνητα, που είναι κορυφαία τεχνολογικά επιτεύγματα;

Έχω δώσει μερικές απαντήσεις στα άρθρα μου και στα βιβλία μου – ιδιαίτερα στην «Ψηφιακή Ζωή». Προτάσεις ερμηνείας:

1. Οι Έλληνες είναι αφόρητα συντηρητικοί. Τους έχουν εκπαιδεύσει – σχεδόν ντοπάρει – να κοιτούν πάντα προς τα πίσω, να λατρεύουν την παράδοση και τους Αρχαίους. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Richard Feynman που ήρθε στην χώρα μας και μίλησε με πολλούς: «Υπογραμμίζουν με έμφαση το πόσο υπέροχοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες – και πραγματικά ήταν υπέροχοι. Όταν όμως τους πεις: "Ναι, αλλά κοίταξε πόσο πιο μπροστά από τους αρχαίους Έλληνες προχώρησε ο σύγχρονος άνθρωπος" – εννοώντας με αυτό την ανάπτυξη της πειραματικής επιστήμης, των μαθηματικών, την τέχνη της Αναγέννησης, το μέγα βάθος και την κατανόηση της σχετικής ρηχότητας στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κλπ. - ρωτάνε: "Τι εννοείς; Τι έλλειπε από τους αρχαίους έλληνες"; Συνεχώς υποβαθμίζουν την εποχή τους και εξυψώνουν την παλιά φτάνοντας στο σημείο να θεωρούν την κατάδειξη των σημερινών θαυμάτων ως αδικαιολόγητη έλλειψη εκτίμησης προς το παρελθόν»

2. Οι Έλληνες είναι κομπλεξικοί και ανασφαλείς. Κάτι που δεν καταλαβαίνουν τους κομπλάρει. Κι αντί να κάνουν τον κόπο να το μάθουν, το απορρίπτουν ολοσχερώς.

3. Λόγω ανασφάλειας είναι και καχύποπτοι. Κάτι που έρχεται απέξω και μάλιστα από την καταραμένη Δύση και την ακόμα πιο επικατάρατη Αμερική – δεν πρέπει να είναι καλό πράγμα.

4. Έχουν μάθει να θεωρούν σημαντικό και αξιόλογο μόνο το «πνευματικό» επίτευγμα. Η τεχνολογία είναι για τους μουντζούρηδες. Μια ένσταση που αντιμετωπίζω μόνιμα είναι: «μα πως εσείς, ένας πνευματικός άνθρωπος, ασχολείστε με μηχανές;» Άμα τους πεις ότι η μηχανή είναι επίσης ένα πνευματικό δημιούργημα σε κοιτάνε με κατανόηση και κουνάνε το κεφάλι. Κι ας γράφει ο Στέλιος Ράμφος: «Αντιθέτως προς τα νομιζόμενα όσο τεχνοδομείται ο κόσμος τόσο πνευματώνεται».

5. Υπάρχει και η αντίσταση των διανοούμενων. (Αυτή δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο – φάνηκε και στην Γαλλία η οποία μας επηρεάζει πολιτιστικά. Η Γαλλία το πλήρωσε με μεγάλη τεχνολογική υστέρηση). Οι διανοούμενοι είναι πάντα συντηρητικοί. Όταν εμφανίστηκε η τυπογραφία αναθεμάτιζαν τον Γουτεμβέργιο. Όταν εφευρέθηκε το τηλέφωνο, έγραφαν πως τώρα θα εκλείψει η ανθρώπινη επικοινωνία. Τα όσα λένε για την τηλεόραση και τα κινητά, τα ξέρετε.

6. Τέλος υπάρχει το περίφημο επιχείρημα της «μοναξιάς». (Εμείς, εδώ στο blog, ξέρουμε ότι μας φέρνει πιο κοντά). Θα αντιγράψω ένα παλιό κείμενο, 10 ετών:

«Συχνά διαβάζω (και ακούω) την κλασική κριτική: οι προσωπικοί υπολογιστές μας απομονώνουν, μας κάνουν αντικοινωνικούς, κλπ. κλπ.

Δεν ξέρω πόσο αληθεύει η κριτική αυτή και πόσο πραγματικά αφορά μόνο στους υπολογιστές – γιατί και ένα βιβλίο, όταν το διαβάζουμε μας απομονώνει. (Μόνο που εκεί είναι «ευγενής» η μοναξιά, και όχι τεχνολογική). Το ερώτημα που θέλω να θέσω είναι πιο οξύ: Γιατί είναι κακό πράγμα η μοναξιά; Τι πειράζει αν απομονώνεται ένας άνθρωπος; Όλα τα μεγάλα δημιουργήματα του ανθρώπου ήταν προϊόντα μοναξιάς – καμία επιτροπή δεν έγραψε έναν Δον Κιχώτη.

Τι περίεργο ιδανικό συλλογικότητας υποβόσκει κάτω από αυτές τις κριτικές! Ο άνθρωπος ξεκίνησε σαν αγέλη και σιγά-σιγά απέκτησε την συνείδηση του εγώ. Κέρδισε την δυνατότητα να σκέπτεται, να νιώθει, να φαντάζεται για τον εαυτό του. Η ατομικότητα είναι μια κατάκτηση, από τις μεγαλύτερες του ανθρώπινου πολιτισμού.

Όταν ακούω τους αντίπαλους της ατομικότητας, διακρίνω αμυδρά πίσω από τις κριτικές τους, ένα σκοτεινό όραμα: μία ολοκληρωτική κοινωνία ομαδικότητας, κάτι σαν την Μαοϊκή ομοιομορφία, όπου όσοι απομονώνονται και σκέπτονται για λογαριασμό τους, χαρακτηρίζονται άτομα ύποπτα και απροσάρμοστα και οδηγούνται κατ’ ευθείαν στα ψυχιατρεία. (Έτσι και τώρα μερικοί προσπαθούν να βγάλουν τρελούς τους χρήστες του Internet).

Λυπάμαι αλλά διαφωνώ: δεν είμαι με το πλήθος, την μάζα, τον όχλο την αγέλη. Είμαι με το ελεύθερο άτομο. Η ελευθερία συνεπάγεται πάντα μία δόση μοναξιάς. Δεν βλέπω κανένα κακό στο να «απομονώνεται» ένας άνθρωπος. Αντίθετα το βλέπω αναγκαίο και προϋπόθεση για κάθε τι το δημιουργικό.

(Φυσικά δεν εννοώ ακραίες, ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Αλλά οι αντίπαλοι του προσωπικού υπολογιστή δεν μιλάνε για τις ελάχιστες αυτές… το ξέρουμε καλά)».


7. (Και σύντομο – βγήκε τεράστιο!) Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Οι Έλληνες δεν αντιδρούν σε αυτοκίνητα και κινητά – γιατί δεν τα θεωρούν τεχνολογία, αλλά αξεσουάρ life style! Ούτε τα χρησιμοποιούν τεχνολογικά. Ξέρω ορκισμένους αντίπαλους του υπολογιστή που έχουν τρία κινητά – κι όταν τους πεις ότι και αυτά είναι υπολογιστές, σε κοιτάνε παράξενα...