Σάββατο, Απριλίου 15, 2006

Απαγορεύσεις



Χαζεύω ηλεκτρονικά στην Στουρνάρη. Εδώ και χρόνια είναι η αγαπημένη μου βόλτα – ιδίως τα Σάββατα το πρωί. Πάω πολύ νωρίς, πριν γίνει αδιάβατος ο δρόμος από τα τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Ψηλά, κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, με σταματάει μία νέα κοπέλα – γύρω στα 25. Χλωμή και με ατημέλητα ξανθά μαλλιά. Χωρίς να με κοιτάει μου λεει χαμηλόφωνα: «Κύριε βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Έχω ήδη συμπτώματα στέρησης. Μαζεύω χρήματα για να πάρω τη δόση μου – σας παρακαλώ, βοηθείστε».

Την ώρα που μιλάει βλέπω ότι τα χέρια της τρέμουν ανεπαίσθητα. Τα μάτια της είναι αλλού. Έχω την αίσθηση ότι μου λέει την αλήθεια.

Κινηματογραφικά περνάνε από το μυαλό μου διάφορες εναλλακτικές λύσεις. Να της κάνω ένα σύντομο κήρυγμα για τις βλαβερές συνέπειες των ναρκωτικών, να της πω «δεν σου δίνω για να τα κόψεις», να της συστήσω μία φίλη μου που εργάζεται σε κοινότητα απεξάρτησης... Και τελικά βγάζω και της δίνω. Χάνεται μέσα στον κόσμο.

Δεν ξέρω ακόμα αν έκανα καλά – είδα όμως τόσο έντονα την ανάγκη της...

Πηγαίνω κατά καιρούς στην Ομόνοια – η γυναίκα μου εργάζεται στην Πολυκλινική. Καμιά φορά, όταν έχει απογευματινό ιατρείο, πηγαίνω και βράδυ. Όλη μέρα – αλλά περισσότερο το βράδυ – περιφέρονται σαν ζόμπι στρατιές ναρκομανών. Με βλέμμα απλανές και ασταθή βήματα τριγυρνάνε. Μερικές φορές σωριάζονται – όπου βρούνε.

«Μάστιγα τα ναρκωτικά» γράφουν οι εφημερίδες, απηχώντας την γνώμη του μέσου πολίτη, που τρέμει για τα παιδιά του. Όσα όμως επίθετα και να τους κολλήσουμε δεν θα φύγουν. Ούτε με εξορκισμούς, ούτε με παραινέσεις. Άλλωστε, συνοδεύουν τον άνθρωπο από τα πρώτα του βήματα στον κόσμο. Παραισθησιογόνες ουσίες χρησιμοποιούσαν όλοι οι πολιτισμοί, αρχαίοι και νέοι, πρωτόγονοι και πολιτισμένοι. Εθιστικές ουσίες επίσης. Μερικές από αυτές είναι νόμιμες αν και πολύ πιο βλαβερές από τις παράνομες. Π. χ. το τσιγάρο και το αλκοόλ. (Για το τσιγάρο και τα υπόλοιπα κάνετε κλικ σε ένα κείμενό μου ΕΔΩ).

Τα προγράμματα απεξάρτησης έχουν τελική επιτυχία γύρω στο 3%. Ας αφήσουμε που ποτέ δεν θα είναι αρκετά για να καλύψουν όλους τους χρήστες. Κι εκεί έχει δημιουργηθεί μία ύποπτη βιομηχανία με αμφίβολα οφέλη...

Απελευθέρωση; Μοιάζει η πιο ορθολογική λύση. Οι μόνοι που έχουν σίγουρα να χάσουν είναι οι έμποροι και οι κρατικοί λειτουργοί (μπάτσοι, δικαστές, κλπ) που λαδώνονται από αυτούς. Άλλωστε η απαγόρευση είναι σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Αμερικάνικη εφεύρεση. Ξεκίνησε μετά τον Β΄ παγκόσμιο – μερικοί λένε με πίεση της Μαφίας, που είχε χάσει τα έσοδα της ποτοαπαγόρευσης και ήθελε να ρεφάρει.

Η ποτοαπαγόρευση αποτελεί ένα καλό μοντέλο σκέψης για το πρόβλημα – δεν μείωσε καθόλου την κατανάλωση αλκοόλ – αύξησε μόνο τα κέρδη των εμπόρων...

Δεν είμαι ειδικός και δεν έχω τελεσίδικη άποψη. Νομίζω όμως ότι έκανα καλά σήμερα το πρωί που έδωσα αυτά τα χρήματα στην κοπέλα. Αν δεν υπήρχε απαγόρευση, μπορεί να χρειαζόταν πολύ λιγότερα. Ή και καθόλου, αν πήγαινε σε ένα νοσοκομείο όπου θα ήταν καταχωρημένη...

Παρασκευή, Απριλίου 14, 2006

Το ταξίδι



Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.

Ούτ' ένα σύννεφο κι ούτ' ένας μαύρος καπνός στον αγέρα,
πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα,
μα ποιος επήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί;

Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; τι με νοιάζει; Γελάει
όλ' η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,
στ' άπειρο μέσα κυλάμε, κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει.
Όπου και να 'ναι μακριά, θα φανεί της Χαράς το νησί.


(Εδώ βουρκώνω):

Όπου και να 'ναι μακριά, θα φανεί της Χαράς το νησί.



Δεν θέλω άλλα σκουπίδια!

Ξαφνικά θυμήθηκα ένα από τα λίγα ποιήματα που ξέρω απέξω. Είναι "Το Ταξίδι" του ξεχασμένου σήμερα ποιητή Λάμπρου Πορφύρα (ψευδώνυμο του Δημήτρη Σύψωμου).

Είχα δεκαετίες να το ανακαλέσω. Λοιπόν αυτό το ποίημα, αφελές, τραγουδάκι, μου δίνει μία απίθανη αίσθηση ευτυχίας, χαράς, ανάτασης. Δεν ξέρω αν έτσι το νιώθουν και οι άλλοι. Αλλά σας το χαρίζω με αγάπη, αυτή την γκρίζα μέρα.

Πέμπτη, Απριλίου 13, 2006

Le Royaume des Poubelles



Κι ενώ εμείς συζητάμε για φιλμική τέχνη και άλλα υψηλόφρονα, η Αθήνα – όλη η Ελλάδα – πνίγεται στο σκουπίδι.

Το πρωί ξύπνησα με πρησμένα μάτια. Πήγα το απόγευμα στον οφθαλμίατρο ο οποίος με πληροφόρησε ότι οι αλλεργίες έχουν πάρει μορφή επιδημίας.

Η διαχείριση των απορριμμάτων είναι για μένα αρκετή απόδειξη ότι έχουμε όλοι αποτύχει. Ως πολίτες, ως τοπική αυτοδιοίκηση, ως κράτος.

Πως καταφέρνουν μωρέ οι Κουτόφραγκοι και όχι μόνο κρατάνε τις πόλεις τους καθαρές – αλλά βγάζουν και λεφτά από τα σκουπίδια;

Κι εμείς δεκαετίες τώρα τσακωνόμαστε για το αν και πού θα γίνει χωματερή. Κανείς δεν την θέλει και κανείς δεν έχει την δύναμη να την επιβάλει. Έτσι έγινε όλη η χώρα μία χωματερή.

Κάθε μέρα πληρώνουμε πρόστιμο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον Κουρουπητό – το καρκίνωμα της Κρήτης.



Στο μεταξύ έχουν δημιουργηθεί αιμοβόρες μαφίες γύρω από το σκουπίδι. Οι μόνιμοι σκουπιδιάρηδες εργάζονται σε γραφεία. Άλλοι, ωρομίσθιοι ή ημερομίσθιοι, τα μαζεύουν. Οι οποίοι δεν θα ωφεληθούν από τις ειδικές ρυθμίσεις για τα βαρέα και ανθυγιεινά.

(Άλλη πληγή αυτά! Στο «Ειρωνικό – Νεοελληνικό – Λεξικό» έγραφα: Βαρέα και ανθυγιεινά: Βασικά όλα τα επαγγέλματα – η δουλειά αυτή καθ’ αυτή κουράζει και αρρωσταίνει. Να ληφθεί υπόψη στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο).

Γιατί – γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε και να λύσουμε ένα πρόβλημα που μας αρρωσταίνει, μας ρεζιλεύει, μας σκοτώνει; Κάθε τρεις και δύο, βουνά τα σκουπίδια στους δρόμους. Και κάθε ταξίδι στην Ελλάδα γίνεται από χωματερή σε χωματερή.

Με αυτά και με αυτά νάμαστε πάλι στην τελευταία θέση της Ευρώπης από ποιότητα ζωής (σημερινές εφημερίδες).

Ξέρω, τα έχουμε ξαναπεί αυτά, συζητώντας για την πόλη Kulmbach… Αλλά η μυρωδιά των σκουπιδιών είναι τόσο δυνατή, που δεν με αφήνει να γράψω τίποτα άλλο.

Η χρεοκοπία του ορθού λόγου. Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε τα απορίμματά μας.

Βρωμάμε σαν χώρα!

(Και μετά λένε εμένα Ανθέλληνα, όταν αγανακτώ με τα χάλια μας!)



Ο τίτλος, για λόγους class, σημαίνει: το Βασίλειο των Σκουπιδοτενεκέδων στα Γαλλικά. (Δεν υπάρχει λέξη για την χωματερή).H γελοιογραφία του Πετρουλάκη από την Καθημερινή.

Τρίτη, Απριλίου 11, 2006

Πάθος στην οθόνη



Ξέρω πως οι ταινίες για τις οποίες θα μιλήσω εδώ δεν είναι οι καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Πως δεν συγκρίνονται με το Θωρηκτό Ποτέμκιν, τον Πολίτη Καίην, τις δημιουργίες του Κιούμπρικ ή του Χίτσκοκ (δύο πολυαγαπημένοι σκηνοθέτες).


Αλλά είναι οι ταινίες που έχω δει άπειρες φορές (ούτε θυμάμαι πόσες) στον κινηματογράφο πρώτα, σε βίντεο μετά και στο home cinema τα τελευταία χρόνια. Οι πρώτες που φρόντισα να αποκτήσω σε VHS και μετά σε DVD. Και αυτές που όσες φορές και να τις ξαναδώ με μαγεύουν. Ακόμα κι όταν δεν τις βλέπω, αλλά τις θυμάμαι, νιώθω την μαγεία τους μέσα μου.


Casablanca: Η πιο ερωτική ταινία της ιστορίας. Με δύο τέλειους ήρωες – το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ στην καλύτερή του στιγμή και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Και με ένα τέλειο καστ – Κλώντ Ραίηνς, Πωλ Χενράιτ, και το τραγούδι που με κάνει να βουρκώνω – As time goes by.


(Όχι – ποτέ δεν είπε ο Μπόγκαρτ τη φράση: Play it again, Sam).

Με μία υπέροχη ατμόσφαιρα, φτιαγμένη στο στούντιο – πιο εξωτική από την πραγματική Καζαμπλάνκα. (Αν πάτε, θα απογοητευθείτε!). Και με τον πιο μεγάλο πλατύ, άπειρο έρωτα σε όλη την ιστορία του κινηματογράφου, παιγμένο με τέτοια ένταση, που καίει την οθόνη.

Casablanca, η μαγική.




Το άλλο φιλμ είναι το «Όσα παίρνει ο Άνεμος». Η πιο ρομαντική ταινία όλων των εποχών. Με φόντο ιστορικό, πόλεμους, στρατιές, σκλάβους, πυρκαγιές, μάχες. Στον αριστοκρατικό Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, σε βίλες νεοκλασικές με νευρωτικές κυρίες που φοράνε κορσέδες και κρινολίνα.

Η Βίβιεν Λη υπέροχη σαν πεισματάρα Σκάρλετ και απέναντί της ο γόης, ειρωνικός και γοητευτικός, Κλαρκ Γκέημπλ. (Frankly, my dear, I don’t give a damn!). Κι εδώ μία τέλεια διανομή – ξεχωρίζουν ο Λέσλυ Χάουαρντ και η Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Μνημειώδης η μουσική του Μαξ Στάινερ – ίσως η σημαντικότερη που γράφτηκε για ταινία.


Gone with the Wind, η ρομαντική.

Δύο ταινίες μύθοι, που όταν παίζονται (συνεχώς) και ξαναπαίζονται, γοητεύουν όλες τις γενιές (τώρα ήδη τέσσερις!) άσχετα από την ηλικία τους και την εποχή τους.

Κι εδώ θα προσθέσω μία τρίτη. Δεν είναι στο ίδιο επίπεδο – αλλά πενήντα χρόνια τώρα είμαι ερωτευμένος με την πρωταγωνίστριά της: την Ρίτα Χαίηγουωρθ. Στην Γκίλντα (παλιά την προφέρανε Τζίλντα) έχει δώσει το οριστικό – για μένα – sex symbol. Δέκα ξενέρωτες Μαίρυλην μαζί, δεν την φτάνουν. Ίσως η μόνη που την άγγιξε κάποτε, να ήταν η ψυχρή πρασινομάτα Λωρήν Μπακώλ.

Τέτοιες ιστορίες πάθους και έρωτα δεν ξαναγυρίστηκαν. Όπως λεν και οι Αγγλοσάξονες: «They don’t make them like that, anymore».

Τώρα εσείς, οι νεότεροι, μπορεί και να μην ξέρετε για τί πράγμα μιλάω. Αν έτσι συμβαίνει, ψάξτε να βρείτε αυτές τις ταινίες (πανεύκολο μέσω Internet) και μετά μου γράφετε...

Δευτέρα, Απριλίου 10, 2006

My fair ladies

Κάποτε συζητούσα με μία κυρία που, εκτός από πολύ όμορφη, ήταν και καθηγήτρια Πανεπιστημίου στην έδρα της Δερματολογίας.

Την ρώτησα λοιπόν: "Από ότι ξέρω, τα διάφορα καλλυντικά, για τα οποία οι γυναίκες ξοδεύουν περιουσίες, δεν έχουν σχεδόν καμία ωφέλεια. Π. χ. η επιδερμίδα δεν ενυδατώνεται από έξω, όσες κρέμες κι αν της βάλεις. Ενυδατώνεται από μέσα. Διορθώστε με αν κάνω λάθος".

Μου απάντησε: "Έχετε δίκιο. Όμως, η ανάγκη των γυναικών να νικήσουν τον χρόνο και να κρατήσουν την ομορφιά τους, ή έστω την φρεσκάδα τους, είναι πολύ βαθιά ριζωμένη. Ακόμα κι εγώ, που λόγω της θέσης και της δουλειάς μου ξέρω πόσο λίγο ωφελούν τα καλλυντικά, συχνά υποκύπτω και τα αγοράζω".


Έχουμε λοιπόν μία αγορά δισεκατομμυρίων που ουσιαστικά εμπορεύεται ωραίες συσκευασίες και ...ελπίδες. Πανάκριβα μαντζούνια (σαν το εικονιζόμενο της La Prairie από ...χαβιάρι!) πουλιούνται σε κυρίες για να νικήσουν τον πανικό του χρόνου.

Κάθε φορά που μία θηλυκή ύπαρξη με αποπαίρνει για τις μανίες μου (gadgets, μηχανάκια και μηχανές) δεν έχω παρά να την παρασύρω στο μπάνιο της. Εκεί, εκτός από τα καλλυντικά που χρησιμοποιεί τώρα, υπάρχει και ένα απέραντο νεκροταφείο παλιών καλλυντικών και παλιών ελπίδων.

Α, ναι - είσαστε πολύ πρακτικές και προσγειωμένες, κυρίες μου - εκτός από ένα πράγμα: όταν πλησιάζουμε στην εμφάνισή σας. Εκείνο το "δεν έχω ρούχο να βάλω" που μονολογείτε μπροστά σε μία γεμάτη ντουλάπα, "δεν έχω παπούτσι να βάλω" μπροστά σε μία παπουτσιέρα ψηλότερη από μένα......

Αλλά αυτοί οι παραλογισμοί είναι που σας κάνουν ακόμα πιο αγαπητές...

(Να λοιπόν και κάτι που δεν μοιάζει με ποδόσφαιρο)

Κυριακή, Απριλίου 09, 2006

Κιτρινόμαυρη Ραψωδία

Τι είναι αυτό που σε κάνει οπαδό μίας ομάδας;

Οπαδός ενός κόμματος γίνεσαι γιατί ταιριάζει με τις απόψεις σου, σε εκφράζει ταξικά ή ιδεολογικά, ή επειδή πιστεύεις στον αρχηγό του. Πιστός μίας θρησκείας γίνεσαι γιατί (συνήθως) γεννιέσαι μέσα σε αυτήν και ακολουθείς την παράδοση της οικογένειάς σου. Η εθνική σου ταυτότητα καθορίζεται κι αυτή από την γέννησή σου και τους γονείς σου.

Όμως γιατί κάποιος που γεννήθηκε μέσα σε Γαύρους, γίνεται Βάζελος;

Η ποδοσφαιρική μας ταυτότητα είναι, μετά την εθνική, την θρησκευτική και την πολιτική, η τέταρτη σπουδαιότερη. (Για μερικούς είναι πρώτη). Οι πραγματικοί οπαδοί είναι πρώτα πιστοί και μετά φίλαθλοι. Η ομάδα τους είναι Ιδέα, Θρησκεία, Θρύλος, Πατρίδα. Πάντα έτοιμοι να υποφέρουν, να πολεμήσουν, να πανηγυρίσουν ή να βρίσουν.

Εγώ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν ΑΕΚτζής.

Γιατί; Δεν ξέρω. Το σπίτι, η οικογένεια, το περιβάλλον, ποδοσφαιρικά αδιάφορο. Καμία σχέση με Κωνσταντινούπολη. Η γειτονιά αριθμούσε μερικούς Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς. Ήμουν, από ότι θυμάμαι, ο μόνος κιτρινόμαυρος.

Ήταν Κατοχή. Μπάλα δεν είχαμε δει ποτέ – παίζαμε με λαστιχένια παιδικά τόπια, και, αφού χάθηκαν και αυτά, με ..κάλτσες. Ναι, χιλιομπαλωμένες μάλλινες κάλτσες που δεν φοριόνταν πια τις έραβαν οι μανάδες όλες μαζί και γίνονταν κάτι σαν μπάλα. Παίζαμε σε αλάνες – αλλά κυρίως στους δρόμους. Άδειοι ήταν, ζήτημα αν περνούσαν τρία αυτοκίνητα την ημέρα.

Ήμουν λοιπόν ΑΕΚ. Μη φανταστείτε φανέλες και κασκόλ – δεν υπήρχαν τότε τέτοια πράγματα. Τα χρώματα τα ξέραμε ...θεωρητικά. Μαθαίναμε όμως τα ονόματα των ποδοσφαιριστών. Θεοί μου ήταν ο Ρίμπας (και μετά ο Δελαβίνιας, σπουδαίοι τερματοφύλακες) οι Μαρόπουλος, Μάγειρας, Τζανετής και αργότερα ο Σταματιάδης, ο μέγας Μίμης Παπαϊωάννου και ο εξίσου σημαντικός Νεστορίδης, ο μόνιμος Σεραφείδης... Αρκετούς από αυτούς τους χάρηκα στο γήπεδο. (Τηλεόραση δεν υπήρχε, βέβαια). Γήπεδο σκληρό σαν τσιμέντο το καλοκαίρι και μαλακό σαν βούρκος το χειμώνα.

Έχασα την ΑΕΚ όταν έφυγα για σπουδές στην Γερμανία. Εκεί βέβαια είδα άλλο ποδόσφαιρο. Εκεί, ως Ελληνο-Βαυαρός, έγινα οπαδός της Bayern. (Παρόλο που τότε δεν ήταν η καλύτερη ομάδα της πόλης και έχανε από την 1860).

Αλλά το ΑΕΚάκι δεν το ξέχασα. Κι ακόμα και σήμερα το παρακολουθώ. Έζησα τα ένδοξα χρόνια του Μπάρλου και του Μπάγιεβιτς. Με χάλασε όταν είχε πέσει σε χέρια ανυπόληπτων ανθρώπων του υποκόσμου. Και χάρηκα όταν ο Ντέμης Νικολαΐδης έδωσε στην ομάδα νέο πρόσωπο και νέο ύφος. Αλλάζοντας αρκετά και το σκηνικό στο ταλαιπωρημένο ελληνικό πρωτάθλημα.

Έγραψα πριν: το ΑΕΚάκι. Κανένας οπαδός του Παναθηναϊκού ή του Θρύλου δεν θα έδινε υποκοριστικό στην ομάδα του. Ίσα-ίσα που χρησιμοποιούνε μόνο υπερθετικά. Αλλά η ΑΕΚ είναι λιγότερο πομπώδης και πιο οικεία. Ή έτσι μου φαίνεται εμένα...

Εσείς τι ομάδα είστε; Και ξέρετε γιατί;