Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Requiem για μία ερωμένη

Γιατί έχω την εντύπωση πως χάνεται η Βόρεια Κύπρος;

Βλέπω τους Ελληνοκύπριους βολεμένους μέσα στην ευμάρειά τους, στο κύρος και στην ισχύ τους ως μέλος της Ε.Ε., στον εσωστρεφή εθνικισμό τους, να μην πολυενδιαφέρονται πια για την ενότητα του νησιού.

Εντάξει, το σχέδιο Ανάν δεν ήταν ιδανικό – αλλά σε κάθε διαπραγμάτευση πρέπει να δώσεις για να πάρεις. Εμείς δεν μοιάζει να είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε κάτι – ούτε καν να συζητήσουμε. Εντωμεταξύ ο Βορράς κερδίζει την συμπάθεια της διεθνούς κοινής γνώμης (τώρα είμαστε εμείς οι αδιάλλακτοι) και στο έδαφός του παγιώνονται καταστάσεις και οικονομικά συμφέροντα. Ο χρόνος κυλάει υπέρ της διχοτόμησης – και η νέα γενιά την θεωρεί δεδομένη.

Δεν είμαι ειδικός. Είμαι εραστής της Κερύνειας και την νοσταλγώ:


ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

“Αν σε λησμονήσω Ιερουσαλήμ, ας μαραθεί το δεξί μου χέρι, ας κολλήσει, η γλώσσα μου στον ουρανίσκο μου, αν δεν σε θυμηθώ...”.

Πολλά λιμάνια μοιάζουν αγκαλιές – μα της Κυρήνειας πάνω απ' όλα. Η πιο κλειστή, ή πιο ζεστή, η πιο γλυκιά αγκαλιά – μάνας όχι, αλλά αδερφής ή ερωμένης. Το μικρό λιμάνι της Κυρήνειας. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Σεπτέμβρης '71, ένας ζεστός Σεπτέμβρης. Ο Σεφέρης άρρωστος στην Αθήνα κι εγώ, με τα ποιήματα του σαν οδηγό, ανακαλύπτω την Κύπρο. Σαλαμίνα, Πλάτρες, Έγκωμη, Αγιάναπα - τα ποιήματα πού μ' αρέσουν.
“Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου”. Πιο Ελλάδα από την Ελλάδα η Κύπρος μου δίνει μια αίσθηση αρχαϊκή, Ίσως είναι η γλώσσα, πιο σκληρά πελεκημένη, πιο άμεση, Ίσως είναι το φως το “χρυσό δίχτυ”.

Υπήρχε ήδη μια βουβή απειλή γύρω - θυμάμαι που έκανα μεγάλη παράκαμψη για να πάω από τη Λευκωσία στην Κυρήνεια. Ο δρόμος του Αγίου Ιλαρίωνα ήταν κλειστός. Τούρκικη σημαία ανέμιζε στο παλιό κάστρο.

Αν η Κυρήνεια ήταν μία μικρή λυρική ποίηση – λίγο πιο πάνω, το Μπελαπάις, ήταν σαν μουσική από μεγάλο όργανο. Ένα γοτθικό μοναστήρι, αλλά όχι γκρίζο, όχι σκοτεινό σαν αυτά πού ήξερα. Ένα φωτεινό γοτθικό μοναστήρι, μια αντίφαση με τον εαυτό του - μια αντίφαση με τις λεμονιές και τους φοίνικες που το τριγύριζαν. Από τις άδειες αιχμηρές αψίδες έβλεπες φλογερά λουλούδια, μπουκανβίλιες ν' ανθίζουν. Μεσογειακή γλύκα και γοτθική αυστηρότητα - μια απροσδόκητη σύνθεση φοβερής έντασης κι ανάτασης, θυμήθηκα πάλι τον Σεφέρη: “Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα”.

Είπα: θα ξανάρθω στην Κυρήνεια, θα 'ρθω να μείνω. Όταν γύρισα στην Αθήνα πέθαινε ο Σεφέρης. Τρία χρόνια μετά, χάθηκε η Κυρήνεια.
Λίγα πράγματα στη ζωή μου έχουν λείψει όσο αυτή η μικρή πολιτεία.

Αισθάνομαι εξόριστος όταν τη σκέπτομαι, εξόριστος από μια πατρίδα, που ο ίδιος διάλεξα. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω όταν έμαθα την καταστροφή, ήταν να γράψω δύο λέξεις: “δεν ξεχνώ”, και να τις στείλω σ' όλο τον κόσμο.

Γιατί, αν σε ξεχάσω Κυρήνεια, αν σε ξεχάσω Κύπρος, θα λιγοστέψω σαν Έλληνας, θα φτωχύνω σαν άνθρωπος, θα μικρύνω, θα μαραθώ.

Νιώθω πως έχω μια πόλη-ερωμένη. Κάπου με περιμένει "προσφέροντας μικρούς μαστούς". Με μια τρυφερή ζεστή αγκαλιά, λιμάνι. Η τελευταία ακτίνα του ήλιου χτυπάει το κάστρο και τα νερά βαθαίνουν και σκοτεινιάζουν.

Βλέπω τις φωτογραφίες του '71 - πόσο φωτεινές είναι οι διαφάνειες με τον ήλιο της Κύπρου. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πέτρα, κάθε αγκάθι είναι τυπωμένο στη μνήμη μου. Θα 'χουν αλλάξει τώρα βέβαια πολλά στην Κυρήνεια - δεν θέλω να το σκέφτομαι. Θέλω να τη θυμάμαι όπως την άφησα, με την υπόσχεση της επιστροφής.

Η μικρή Αφροδίτη της Βόρειας Κύπρου. Η Κυρήνεια - μια πόλη αγκαλιά. Μικρή ζεστή φίλη, πολλοί σ' αγαπούσαν, πολλοί σ' έχασαν. Πολλοί περιμένουν. Και δεν ξεχνούν.

“Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου κολληθείη η γλωσσά μου τω λαρύγγι μου, εάν μη σου μνησθώ...”.

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006

Που ανήκω

Η ΓΕΡΟΝΤΙΚΗ φωνή στο τηλέφωνο ήταν οξεία και επίμονη: “Έχετε υποχρέωση απέναντι σ' αυτούς που σας διαβάζουν. Πρέπει να ξεκαθαρίσετε τη θέση σας. Πρέπει να δηλώσετε που ανήκετε!”.

“Στον εαυτό μου”.

“Αυτό”, συνέχισε η φωνή, “είναι υπεκφυγή. Δεν είναι δυνατόν να μην ανήκετε κάπου. Μια έρευνα στην Γαλλία, έδειξε ότι, αυτοί που ισχυρίζονται πως δεν ανήκουν πουθενά - είναι κρυπτοδεξιοί!”

Σκέφθηκα τους φίλους μου, χρόνια ανέντακτους της Αριστεράς, που βγαίναν τώρα δεξιοί παρά την θέλησή τους: “Άλλος ρατσισμός και τούτος! Είναι δυνατόν να αποφασίζει τρίτος για το που ανήκω εγώ;”.

“Σας λέω”, επέμενε η φωνή, “πως κάπου σίγουρα ανήκετε - αλλά φοβόσαστε να το ομολογήσετε. Ίσως και στον ίδιο τον εαυτό σας. Βαθιά, μέσα σας, ταυτίζεστε με κάποια παράταξη - αλλά μπορεί και να μην το ξέρετε!”.

ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ και η ψυχανάλυση της ένταξης. Υποσυνείδητες πεποιθήσεις. Όλοι σέρνουμε ένα πλέγμα αλλά ποιος το συνειδητοποιεί - για να το ομολογήσει; Σε λίγο τα φρονήματά μας θα τα καθορίζουν ψυχίατροι. (Ήδη το έκαναν, σε μερικές χώρες!) Ομολογία πίστης σε βαθιά ύπνωση.

Τι χολέρα, τι πανώλης, τι λέπρα κι αυτή! "Που ανήκεις;" Όλοι σου θέτουν το ερώτημα. Και το χειρότερο: Δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν πως λες την αλήθεια. Άλλοι πιστεύουν ότι κρύβεις την προτίμησή σου - κι άλλοι, επιεικέστεροι, ότι την αγνοείς κι εσύ ο ίδιος. Αλλά ότι την έχεις - δεν αμφιβάλλει κανείς. Ούτε μπορούνε να διανοηθούνε άνθρωπο ελεύθερο!

ΕΧΩ ΠΟΛΛΕΣ φορές γράψει για το θέμα, σε άρθρα και σε βιβλία, κι από ότι βλέπω, θα συνεχίσω, μέχρι να πεθάνω, χωρίς να πείσω κανένα! Κι όμως είναι αλήθεια πως, όχι μόνο δεν “ανήκω” (τι απαίσια λέξη - σαν να’ μουν σκλάβος!) αλλά ούτε και μπορώ να ταυτιστώ με παράταξη. Μπορώ να δώσω την συγκατάθεσή μου σε μεμονωμένες απόψεις (που πιθανόν να προέρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις) αλλά όχι σε ένα άμορφο σύνολο από ιδέες, πρόσωπα, επιτροπές, που λέγεται κόμμα.

Και πώς ψηφίζω; Κατά προσέγγισιν. Εκείνο το κόμμα που τώρα έχει τις περισσότερες σωστές (για μένα) απόψεις, θα πάρει την ψήφο μου. Αλλά δεν του ανήκω - μάλλον αυτό μου ανήκει. Δηλαδή με εκπροσωπεί (σε κάποιο βαθμό). Το διορίζω αντιπρόσωπό μου.

Και φυσικά μπορεί να είναι άλλο κάθε φορά. (Ουδέν ηλιθιωδέστερον της τυφλής προσηλώσεως!) Και πάντα υπάρχει η διέξοδος του λευκού (έστω και άκυρου!)

Φυσικά, ακομμάτιστος δεν σημαίνει απολιτικός! Να λείψουν οι σοφιστείες σκοπιμότητας, που ταυτίζουν κόμμα και πολιτεία! Ίσα-ίσα που μόνον έξω από τα κόμματα μπορεί να λειτουργήσει η σωστή πολιτική σκέψη και κρίση. (Οι ποδοσφαιροποιημένοι οπαδοί, τι να κρίνουν; Αποδέχθηκαν ποτέ πέναλτι;)

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ την ανάγκη της ένταξης - έστω κι αν δεν την εκπληρώνω στον εαυτό μου. Είναι το πρώτο αντίδοτο στη μοναξιά, παρηγοριά στις αντιξοότητες. Πολλές φορές έχω ζηλέψει αυτούς που “ανήκουν” - σε ένα κόμμα, σε μια ομάδα, σε μια θρησκεία.

Ίσως, σκέπτομαι, να είναι αναπηρία προσωπική, αυτή η ανικανότητα για μόνιμη προσκόλληση σε κάτι.

Ωστόσο, δεν είμαι συναισθηματικά άνυδρος - μπορώ να ενθουσιαστώ, να αγαπήσω, να θαυμάσω, να συμπονέσω. Μπορώ ακόμα να ανήκω σε έναν άνθρωπο (με την έννοια του ελεύθερου δοσίματος), μπορώ να θυσιαστώ για μια ιδέα - αλλά, λυπάμαι, δεν μπορώ να “ανήκω” σε κόμμα. Και μόνη η σκέψη με κάνει ξένο προς τον εαυτό μου - με αλλοτριώνει.


ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ, λοιπόν; Μα, σε ό,τι αγαπάω! (Τι ν' αγαπήσεις σε ένα κόμμα - είναι ένα όργανο εξουσίας!) Ανήκω στα βιβλία που διάβασα, στις γυναίκες που ερωτεύτηκα, στα τοπία που θαύμασα.

Ανήκω στα κουϊντέτα του Schubert, στα ποιήματα του Ελύτη, στη οδική διαδρομή Ιτέα-Ναύπακτος, στο χαμόγελο του Αντίνοου, στη θέα της 'Υδρας από το καράβι, στον αισθησιασμό του Παπαδιαμάντη, στον ανοιξιάτικο "Αμλέτο" της Κέρκυρας, στα σιντριβάνια της Αλάμπρα, στο ταξίμι του Μπαγιαντέρα.

Ανήκω στα πράγματα που με συντρόφεψαν.
Ετερόκλητα και αντιφατικά - από έναν καθαρόαιμο κινητήρα αυτοκινήτου (μπόξερ, εξακύλινδρος, αερόψυκτος, δύο εκκεντροφόροι επί κεφαλής - γυρίσαμε τον κόσμο!) ως την Παλατινή Ανθολογία που την ξαναδιαβάζω κάθε τόσο. Από την παλιά Nikon F, με την οποία φωτογράφησα τη μισή μου ζωή, ως τoν Σέξτο, τον Montaigne και τον Hume, που με έμαθαν να δυσπιστώ στις ιδέες και ν' αγαπώ την αίσθηση. Ανήκω στα πιστά μάτια ενός ζώου, σε ένα χαμόγελο και σε ένα χέρι που κρατάει το δικό μου.

Κι επειδή τα πράγματα στα οποία ανήκω, τα πράγματα που αγαπώ, έχουν γίνει εγώ - γι αυτό και μόνο, ανήκω στον εαυτό μου.

Πέμπτη, Μαΐου 11, 2006

Ο Θάνατος της Μαρίας



Σήμερα θα σας διηγηθώ μία ιστορία.

Η Μαρία (Μ) είναι μία ωραία κοπέλα. Ζει από την μία πλευρά του μεγάλου ποταμού. Από την άλλη όχθη ζούνε δύο άνδρες. Τον ένα (Α) η Μαρία τον αγαπάει παράφορα, αλλά αυτός δεν της δίνει σημασία. Ο δεύτερος (Β) είναι τρελά ερωτευμένος με την Μαρία – αλλά αυτή απλώς τον συμπαθεί.

Μια βραδιά χειμωνιάτικη με άθλιο καιρό, η Μαρία απελπισμένη περνάει το ποτάμι με τον περαματάρη (Π) και πηγαίνει στο σπίτι του Α. Προσπαθεί να τον πείσει να την κρατήσει κοντά του. Αυτός της εξηγεί ότι δεν την αγαπά. Της λεει πάντως να μείνει μέχρι το πρωί επειδή ο καιρός έχει αγριέψει.

Την νύχτα η Μαρία τρυπώνει στο κρεβάτι του Α και του επιτίθεται. Κάνουν έρωτα. Το πρωί όμως, ο καιρός έχει φτιάξει και ο Α της θυμίζει ότι πρέπει να φύγει.

Απελπισμένη η Μαρία τρέχει στο σπίτι του Β. Του διηγείται όλη την ιστορία και τον παρακαλεί να την κρατήσει κοντά του. Ο Β, ενοχλημένος, της λεει: «πώς τολμάς να μου το ζητάς μετά από αυτό που έκανες την νύχτα;»

Λίγο πιο πάνω μένει ένα Ψυχίατρος (Ψ). Η Μαρία καταφεύγει σε αυτόν. Του αφηγείται το πρόβλημά της. Αυτός της λεει ότι είναι αρκετά δύσκολα τα πράγματα και δεν αντιμετωπίζονται με μία συνεδρία – θα πρέπει να αρχίσει τακτική ψυχοθεραπεία για να φωτιστούν οι συγκρούσεις μέσα της και οι λόγοι που την κάνουν να αντιδρά έτσι.

Η Μαρία, δυστυχής, φεύγει για να γυρίσει στο σπίτι της. Στο δρόμο της συναντάει τον ληστή (Λ). Ο Ληστής της παίρνει όλα της τα χρήματα. Όταν φτάσει στον περαματάρη, αυτός αρνείται να την περάσει απέναντι χωρίς πληρωμή.

Η Μαρία, πάντα απελπισμένη, πέφτει στο ποτάμι να περάσει κολυμπώντας. Όμως το ρεύμα είναι ορμητικό, την παρασύρει και πνίγεται.


ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΚΑΙ ΤΕΣΤ: Στην ιστορία υπάρχουν 6 πρόσωπα (Μ, Α, Β, Ψ, Λ, Π). Κάθε ένα εμπλέκεται στη υπόθεση που οδηγεί στον θάνατο της Μαρίας. Ευθύνονται όλοι; Ποιος περισσότερο, ποιος λιγότερο και ποιος καθόλου;

Βάλτε τα γράμματα στην σειρά (πρώτος αυτός που ευθύνεται περισσότερο, κτλ) και δικαιολογήστε την επιλογή σας.

Δεν είναι απλό παιχνίδι. Σας προειδοποιώ: υπάρχουν περίπλοκες ερμηνείες...

Τρίτη, Μαΐου 09, 2006

ΚΑΡΑ -χασάν, -μανλής, -τζαφέρης...

Υπάρχουν δύο ειδών ρατσισμοί. Ο θεωρητικός και ο πρακτικός.

Θεωρητικά είμαστε όλοι αντι-ρατσιστές. Όλοι υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όλοι υπέρ της ισονομίας.

Και εμφανίζεται μία κυρία Γκιουλ Καραχασάν – και γίνεται χαμός. Ακόμα και μετά από τόση φασαρία, το 45,5% του αστικού (προσοχή!) κοινού, είναι εναντίον της υποψηφιότητάς της. (Δημοσκόπηση της εταιρείας GPO για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού Mega).

Δηλαδή είναι εναντίον του Συντάγματος της Ελλάδας που δίνει ίδια δικαιώματα σε όλους τους Έλληνες πολίτες.

Θυμάμαι μία γνωστή μου κυρία, επιστήμονα, αριστερή, φεμινίστρια, με αγώνες και εξορίες. Ξαφνικά η κόρη της τα έφτιαξε με ένα νέγρο.

«Αράπης παιδί μου, κατράμι, ανθρωποφάγος! Μόνο το κόκαλο στα μαλλιά του λείπει!» μου έλεγε στο τηλέφωνο.

Πάνε και οι αγώνες, πάνε και οι θεωρίες... Η ιδέα πως το τρυφερούδι της φώλιαζε στην αγκαλιά ενός κατάμαυρου, την έκανε να ανατριχιάζει.

Όποιον σας λεει πως δεν είναι ρατσιστής, ρωτήστε τον. Θα πάντρευε την κόρη του με ένα γύφτο;

Είναι απίθανο πως δικαιολογούμε τα πράγματα. Π. χ. κυριαρχεί η άποψη πως οι Έλληνες δεν ήταν ρατσιστές – αλλά τους έκανε η πλημμύρα των μεταναστών.

Ε, λοιπόν, βρήκα κείμενά μου δημοσιευμένα το 1986, με αφορμή μία έρευνα που έγινε τότε. Και προσοχή: ρωτήθηκαν μόνο Αθηναίοι:

Στην ερώτηση: “Ένας Έλληνας Εβραίος είναι Έλληνας;”, το 41% των Ελλήνων άπαντα αρνητικά. Στην αντίστοιχη ερώτηση του IFOP μόνον 12%, των Γάλλων είπε όχι. (79%, ναι. Έλληνες: 49%).

Μόνον 17% των Γάλλων θα είχε αντίρρηση για ένα γαμπρό (η νύφη) Εβραίο — στους Έλληνες το ποσοστό είναι 51%,. Ακόμα: το 49%, από μας δεν θα ψήφιζε έναν Εβραίο βουλευτή (Γάλλοι: 13%) και 43% δεν θα πήγαινε σε Εβραίο γιατρό! (Γάλλοι: 7%)!

Στο ερώτημα αν εμπιστεύονται έναν Ορθόδοξο απάντησε καταφατικά το 92% — έναντι 63% για έναν Καθολικό και 57% για έναν Διαμαρτυρόμενο. Φυσικά το ποσοστό πέφτει στο 37% για τους Εβραίους και στο 35% για τους Μουσουλμάνους.

Με άλλα λόγια — το ένα τρίτο των Αθηναίων δεν εμπιστευόταν (το 1986), έναν Χριστιανό (έστω λευκό και Ευρωπαίο), μόνο και μόνο επειδή δεν είναι, Ορθόδοξος! Για να μη σχολιάσω τα δύο τρίτα που δεν εμπιστεύονταν —a priori— Εβραίους, Μουσουλμάνους και Τσιγγάνους. Και φυσικά σχεδόν κανένας δεν θα πάντρευε το παιδί του με Αθίγγανο/η.

Βέβαια τότε κατακρίναμε σκληρά την Νότιο Αφρική και ήμασταν υπερήφανοι διότι δεν είχαμε απαρτχάιντ. Αλλά δεν είχαμε και νέγρους.

Όλες αυτές τις μέρες άκουγα τις δηλώσεις των Ελληναράδων, και ανατρίχιαζα. Διαθέτουμε σε αυτόν τον τόπο μία διαχρονική μόνιμη κλίκα από επαγγελματίες πατριώτες, που τόσα δεινά έχουν συσσωρεύσει στην πατρίδα. Αυτοί μας έκαψαν το 1897, («η εθνική μας τύφλωσις»), το 1922, και το 1974 στην Κύπρο. Αυτοί πλειοδότησαν ασύδοτα στο «Μακεδονικό» – και το χάσαμε. Τους ίδιους είδα πάλι στην τηλεόραση να περιφέρουν τον εθνικιστικό τους λαϊκισμό.

Αυτοί, που είναι τόσο περήφανοι για την ελληνική τους καταγωγή, με έκαναν πάλι να ντρέπομαι που είμαι Έλληνας.

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Γυναίκας εγκώμιο



Στο μιούζικαλ «My Fair Lady» ο Professor Higgins τραγουδάει την διάσημη άρια: “Why can’t a woman be more like a man? (Που τελικά καταλήγει να είναι ένας ύμνος στις γυναίκες).

Όλους τους μήνες που δουλεύω το blog και διαβάζω τα σχόλια, σκέπτομαι το αντίθετο. Γιατί δεν θα μπορούσαν οι άνδρες να είναι πιο πολύ σαν τις γυναίκες; Why can’t a man be more like a woman?

Πάρτε παράδειγμα αυτόν τον μικρόκοσμο – αυτή την κοινωνία τσέπης που είναι το blog. Τι έχουμε εδώ;

Έχουμε άντρες καβγατζήδες, γκρινιάρηδες, μισαλλόδοξους, εξυπνάκηδες, εριστικούς, φαντασμένους, δογματικούς, ξεροκέφαλους, χυδαίους...

Ενώ οι γυναίκες μας... περιβόλι. Ξύπνιες, γοητευτικές, τρυφερές, πονηρές, δημιουργικές, ελκυστικές, φίνες, διπλωματικές, – αλλά σωστές. Και οι απόψεις τους σε τίποτα δεν υστερούν από τις δικές μας σε ποιότητα και πληρότητα – απλώς ξέρουν να τις παρουσιάζουν πιο όμορφα και χωρίς να προκαλούν.

Γι αυτό, αυθόρμητα, τις είπαμε Θεές. Ενώ Θεό δεν χρίσαμε κανένα...

Το είχε γράψει πριν ένα αιώνα ο W. B. Yeats:

May God be praised for woman
That gives up all her mind,
A man may find in no man
A friendship of her kind
That covers all he has brought
As with her flesh and bone
Nor quarrels with a thought
Because it is not her own.


(Πρόχειρα: «Ας επαινέσουμε τον θεό για την γυναίκα / που χαρίζει όλο της το νου / ένας άντρας δεν θα βρει σε άλλον / φιλία σαν τη δική της / που καλύπτει ό,τι της φέρνει / σαν με την σάρκα και τα οστά της / και δεν μαλώνει με μία σκέψη / επειδή δεν είναι δικιά της»).

Ξανασκεφτείτε μία φορά τους δύο τελευταίους στίχους!

Πόσο πιο σύνθετο πλάσμα είναι μία γυναίκα! Πόσες υποστάσεις έχει: μάνα, σύντροφος, ερωμένη, φίλη, εταίρα... Ενώ ένας άντρας – σε όλη του τη ζωή ...άντρας.

Αυτό το post είναι μια ερωτική εξομολόγηση προς τις κυρίες του blog – αλλά και προς όλες τις γυναίκες. Στη ζωή μου έπαιξαν τον πρώτο και τον τελευταίο ρόλο. Και φαίνεται πως το ίδιο θα κάνουν και στο blog μου.


Συγγνώμη αν οι απεικονίσεις είναι όλες από μία Θεά - αλλά αντιπροσωπεύει το Αιώνιο Θήλυ.

Κυριακή, Μαΐου 07, 2006

Περί πλουσίων και φτωχών



Viennezos said... «Κύριε Δήμου, καλό θα ήταν αν πέρα από τα εγκώμια των πλουσίων και την υπόκλιση μπροστά στις "ευεργεσίες" τους, κάποια στιγμή μιλούσατε και για το πόσο ... δίκαιο είναι ένα (οικονομικό και κοινωνικό) σύστημα που δημιουργεί τόσο εξωφρενικό πλούτο (για λίγους) από τη μία και τόση φτώχεια (για πολλούς) από την άλλη. Και κυρίως να μιλούσατε για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο ένα και το άλλο. Φοβάμαι όμως πως μάταια θα περιμένω ...

Όσο κι αν αρνείστε να είστε υποστηρικτής οποιασδήποτε ιδεολογίας ή οποιουδήποτε συστήματος, οι απόψεις σας φανερώνουν πόσο η σκέψη σας είναι δέσμια της καπιταλιστικής κοσμοθεωρίας».

Αυτά μου έγραψε χθες την νύχτα ο Viennezos δίνοντάς μου την ευκαιρία να επιχειρήσω μία πρώτη απάντηση – και να δώσω την ευκαιρία σε όσους θέλουν να λάβουν μέρος σε ένα διάλογο που κρατάει αιώνες και μάλλον δεν θα τελειώσει εύκολα.

Με κατηγορεί λοιπόν ο Β. ότι είμαι υποστηρικτής της «καπιταλιστικής κοσμοθεωρίας». Η άποψή μου είναι ότι τέτοια θεωρία δεν υπάρχει. Ο καπιταλισμός είναι η έλλειψη θεωρίας. Εκφράζεται από το οικονομικό σύνθημα του 18ου αιώνα “laissez faire! laissez aller!” δηλαδή αφήστε τα πράγματα όπως έχουν! Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι η ελεύθερη αγορά χωρίς παρεμβάσεις.

Ο καπιταλισμός είναι η αυθόρμητη και φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Ισχύει από τους προϊστορικούς χρόνους, από τότε που κάποιος όρισε κάτι σαν «δικό του», (ιδιοκτησία) από τότε που κάποιος άλλος αντάλλαξε κάτι που ήθελε με κάτι που είχε (εμπόριο) και από τότε που κάποιος έβαλε κάποιον άλλο (με αμοιβή ή με το ζόρι) να δουλέψει γι αυτόν (εργασία). Αυτοί είναι οι τρεις παράγοντες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Και είναι τόσο αρχαίοι, όσο η ανθρώπινη κοινωνία.

Φυσικά, όταν η κατάσταση αυτή ξέφυγε από τα όρια της μικρής κοινότητας ή της πόλης κράτους και τα μεγέθη έγιναν όλο και πιο μεγάλα, μερικοί άνθρωποι άρχισαν να νιώθουν πως αυτός ο ελεύθερος τρόπος οδηγούσε σε αδικίες. (Για τους περισσότερους ήταν φυσιολογικός – όπως η αδικία και ανισότητα στην φύση, όπου επικρατεί πάντα ο ισχυρότερος).

Τώρα έρχεται η ώρα των θεωριών. Οι σοσιαλιστικές θεωρίες από τον Όουεν και τον Προυντόν μέχρι τον Μάρξ και τους επιγόνους του, στόχευαν απλώς στην εξάλειψη αυτής της αδικίας.

Όπου εφαρμόστηκαν συστηματικά και αποκλειστικά, η ελευθερία μειώθηκε, η ισότητα αυξήθηκε – αλλά μαζί και η φτώχεια. Το πρόβλημα με τα σοσιαλιστικά συστήματα ήταν ότι δεν παράγουν πλούτο και άρα μοιράζουν (δίκαια) την φτώχεια. Αποδείχθηκε ότι αυτό το καταραμένο κέρδος είναι το μόνο κίνητρο παραγωγής πλούτου αλλά και καινοτομίας και προόδου.

Έτσι λοιπόν φτάσαμε τώρα σε ένα σύστημα μικτό (όλοι αυτό εφαρμόζουν, με διάφορες παραλλαγές στην πρόσμιξη) όπου και τα τρία συστατικά του καπιταλισμού ελέγχονται: η ελεύθερη αγορά δεν είναι πια εντελώς ελεύθερη, ο πλούτος φορολογείται και η εργασία προστατεύεται. Το πρόβλημα είναι πόσο αυστηρός είναι ο έλεγχος: αν τραβήξεις πιο πολύ τα λουριά, η παραγωγή πλούτου πέφτει – αν τα χαλαρώσεις αυξάνει η αδικία.

Προσπάθησα σε λίγες λέξεις να απλοποιήσω το περιεχόμενο πολλών συγγραμμάτων για να απαντήσω στην ερώτηση. Λοιπόν δεν είμαι υπέρ της καπιταλιστικής θεωρίας – που δεν υπάρχει – αλλά υπέρ της σοσιαλδημοκρατικής ισορροπίας.

Κυρίως με ενδιαφέρει το σημείο που αναφέρεται στην σχέση πλούτου – φτώχειας. Η αφελής άποψη πιστεύει πως ο πλούσιος ρουφάει το αίμα των φτωχών και όσο πλουτίζει αυτός τόσο φτωχαίνει ο διπλανός του – σαν να ήταν συγκοινωνούντα δοχεία. Τίποτα δεν είναι πιο λανθασμένο. Ο παραγωγικός πλούσιος (όχι ο παρασιτικός) δημιουργεί πλούτο για όλους. Όπου δεν υπάρχουν πλούσιοι είναι όλοι φτωχότεροι.

Και θα τελειώσω με μία άλλη ερώτηση, που οδηγεί σε μία ιστορία:
Aphrodite said… «Έχω ακούσει ότι στου Βασιλάκη (Bill Gates) είναι δύσκολο να μπεις, αλλά άπαξ και σε "τσιμπήσουν" και μπεις μέσα, ακόμη και να μη σ' αρέσει αυτό που κάνεις ή δουν ότι χρειάζεσαι διάφορα, ακόμη και χρόνο, έχεις φουλ παροχές μέχρι να τα καταφέρεις να φτιάξεις κάτι καλό, όπως το σκέφτεσαι...».

Ο ανεψιός μου (από την ετεροθαλή αδελφή μου) σπούδασε γλωσσολογία, έκανε Ph. D. στο Chicago University και ενδιαφέρθηκε μεταπτυχιακά για machine translation. Άρχισε να εργάζεται σε μία μικρή εταιρία στο Salt Lake City που έκανε πρωτοποριακή δουλειά. Τους πήρε μυρωδιά η Microsoft και τους κατάπιε, feathers and all. Σε δύο χρόνια ο ανεψιός μου ήταν ένας από τους δέκα χιλιάδες Microsoft Millionaires. EΔΩ. Σε δεκαπέντε χρόνια, έχοντας κερδίσει πολλαπλάσια από ότι εγώ σε πενήντα, αποσύρθηκε και ασχολείται full time με το χόμπι του – την χαρακτική.

Εικονογράφησα αυτο το ποστ με εικόνες του Σκρουτζ ΜακΝτακ γιατί πιστεύω πως έτσι βλέπει ο Έλληνας τον καπιταλιστή - να κολυμπάει μέσα στα λεφτά του.