
Από τον Viennezo πήρα μία αρνητική απάντηση. Δεν συμμεριζόταν την άποψή μου ούτε για το καρναβάλι, ούτε για την ζωή στην Γερμανία. Και μου έγραφε: «Σε τέτοια ζητήματα είμαι με το μέρος του Heleno Saña, ενός Ισπανού που (λόγω γάμου με μια Γερμανίδα) ζει στη Γερμανία από το 1959 και ο οποίος έχει γράψει θαυμάσια βιβλία τα οποία κατά τα άλλα μου θυμίζουν έντονα τον δικό σας τρόπο σκέψης και γραφής».
Μου παρέθεσε αποσπάσματα από βιβλία του Saña τα οποία μου φάνηκαν ρατσιστικά, φανατικά και δογματικά. Το είπα και η απάντηση ήταν ότι κι εγώ έχω κάνει παρόμοια κριτική στους Έλληνες.
Το πράγμα χρειαζόταν ψάξιμο. Εντωμεταξύ ο Viennezos είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα εκτενές άρθρο του Saña. Βρήκα κι εγώ μερικά κείμενά του (τον αγνοούσα εντελώς). Και μπόρεσα να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα.
Νομίζω πως το πρώτο από αυτά είναι η αγάπη. Ο Saña τιτλοφορεί το άρθρο του: «Δεν μπορώ να αγαπήσω αυτή τη χώρα». Και μέσα στο άρθρο του προχωρεί ακόμα περισσότερο: «Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει αυτή τη χώρα». (Κανείς;).
Για μένα κριτική σε μια χώρα ή σε ένα λαό μπορεί να κάνει μόνο όποιος έχει διεισδύσει μέσα στην ψυχή, την νοοτροπία, την ζωή του – και για να το κάνεις αυτό πρέπει να τον πονέσεις – αν όχι να τον αγαπήσεις. Η κριτική που έκανα εγώ στα βιβλία μου ξεκινάει από την μέριμνα, την φροντίδα και την αγάπη. Το ίδιο με την κριτική που έκανε ο Heine στους Γερμανούς («Όταν σκέπτομαι την Γερμανία την νύχτα, χάνω τον ύπνο μου»).
«Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» τελειώνει με την φράση: «Τίποτα πάνω από αυτή τη γη δεν αγάπησα». Και στην «Απολογία ενός Ανθέλληνα» γράφω: «Το αν αγαπάω την Ελλάδα δεν θα το πω εδώ, τώρα - το γράφω (και το απεικονίζω στις φωτογραφίες μου) εδώ και σαράντα χρόνια. (Και μάρτυς μου "Το Φως των Ελλήνων"). Αγάπη όμως για μένα δεν είναι η άκριτη δοξολόγηση, η προσήλωση σε μύθους και οράματα, η εθνοκαπηλία και πατριδοκαπηλία. "Όποιος αγαπάει παιδεύει" λέει σωστά ο λαός μας - και η σωστή αγάπη φαίνεται με το πόσο μας καίνε τα στραβά και τα ανάποδα του τόπου μας».
Γιατί η κριτική σε έναν ολόκληρο λαό είναι δύσκολη και ευαίσθητη υπόθεση. Κατ’ αρχήν κινδυνεύει να περιπέσει στο αδίκημα του ρατσισμού – αν επιτίθεσαι στην φυλή και όχι σε συμπεριφορές (λάθος που κάνει ο Ισπανός). Έπειτα γιατί όλες οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες και παραπλανητικές. Και τρίτον γιατί πρέπει να εστιάζει στα προβλήματα που οδηγούν στις συμπεριφορές (π. χ. εμένα μονίμως με απασχολούσε η ελληνική ταυτότητα) και όχι να καταδικάζει χωρίς να αναλύσει.
Ο Saña δεν επιχειρεί καν να καταλάβει την Γερμανία. Απλώς την απορρίπτει – ολοκληρωτικά. Στέκεται απόμακρα, νοσταλγεί την χώρα του (όπου όλοι είναι ωραίοι, ευφυείς και ευγενείς) και αποκαλεί την Γερμανία «επιτομή του μη-είναι» (Inbegriff des Nicht-Seins) και του θανάτου. Είναι κακόφημη, νεκρή, οι άνθρωποι είναι αγενείς και χωρίς τακτ, η κουλτούρα της είναι «χάρτινη» και δεν αγγίζει τον άνθρωπο... Με άλλα λόγια δεν βρίσκει τίποτα θετικό σε έναν ολόκληρο λαό, σε μία ιστορία αιώνων, σε ένα πολιτισμό που έδωσε τόσους μεγάλους στοχαστές, μουσικούς, ποιητές... Με ...μετριοφροσύνη λέει πως έγραψε γι αυτή την χώρα τρία «επικριτικά έως εξολοθρευτικά (vernichtend) βιβλία» και απορεί γιατί ενόχλησαν τους Γερμανούς.
(Σκεφθείτε να ερχόταν ένας Γερμανός στην Ελλάδα και να μας έβριζε πατόκορφα...).
Ελπίζω να έγινε κατανοητό και από τον φίλο Viennezo ότι δεν έχω καμία σχέση με τον κύριο Saña. Σίγουρα μερικά από αυτά που γράφει είναι σωστά (καμία χώρα δεν είναι παράδεισος). Αλλά χάνει το δίκιο του όταν γίνεται απόλυτος και δογματικός. Τελικά πάσχει από αυτό για το οποίο κατηγορεί τους Γερμανούς. Του λείπει εντελώς η ανθρωπιά, η κατανόηση και η αγάπη.